Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φαρμακοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1256.png Seite 1256]] Arzneien machend, Heilmittel bereitend, Gift mischend, Malerfarben zubereitend, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1256.png Seite 1256]] Arzneien machend, Heilmittel bereitend, Gift mischend, Malerfarben zubereitend, Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''φαρμᾰκοποιός:''' [[приготовляющий снадобья]] или [[волшебные зелья]] ([[ἔθνος]], sc. Τυρρηνῶν Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο και η / [[φαρμακοποιός]], -όν, ΝΑ<br />[[παρασκευαστής]] φαρμάκων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επιστήμονας]] ειδικευμένος στη [[φαρμακευτική]], ο [[οποίος]] έχει την [[ευθύνη]] για την [[εκτέλεση]] τών συνταγών γιατρών, οδοντιάτρων και κτηνιάτρων και για την [[παρασκευή]] δοσολογικών μορφών φαρμάκων, αν δεν υπάρχει ανάλογο [[ιδιοσκεύασμα]]<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> [[βαθμός]] αξιωματικού του υγειονομικού σώματος [[αντίστοιχος]] με αυτόν του λοχαγού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάρμακον]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
|mltxt=ο και η / [[φαρμακοποιός]], -όν, ΝΑ<br />[[παρασκευαστής]] φαρμάκων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επιστήμονας]] ειδικευμένος στη [[φαρμακευτική]], ο [[οποίος]] έχει την [[ευθύνη]] για την [[εκτέλεση]] τών συνταγών γιατρών, οδοντιάτρων και κτηνιάτρων και για την [[παρασκευή]] δοσολογικών μορφών φαρμάκων, αν δεν υπάρχει ανάλογο [[ιδιοσκεύασμα]]<br /><b>2.</b> <b>στρ.</b> [[βαθμός]] αξιωματικού του υγειονομικού σώματος [[αντίστοιχος]] με αυτόν του λοχαγού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάρμακον]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]]].
}}
{{elru
|elrutext='''φαρμᾰκοποιός:''' [[приготовляющий снадобья]] или [[волшебные зелья]] ([[ἔθνος]], sc. Τυρρηνῶν Aesch.).
}}
}}

Revision as of 16:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκοποιός Medium diacritics: φαρμακοποιός Low diacritics: φαρμακοποιός Capitals: ΦΑΡΜΑΚΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: pharmakopoiós Transliteration B: pharmakopoios Transliteration C: farmakopoios Beta Code: farmakopoio/s

English (LSJ)

όν, preparing drugs, ἔθνος φαρμακοποιόν = a nation that makes drugs A.Eleg.2, cf. Cat.Cod.Astr.8(4).211.

German (Pape)

[Seite 1256] Arzneien machend, Heilmittel bereitend, Gift mischend, Malerfarben zubereitend, Sp.

Russian (Dvoretsky)

φαρμᾰκοποιός: приготовляющий снадобья или волшебные зелья (ἔθνος, sc. Τυρρηνῶν Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

φαρμᾰκοποιός: -όν, ὁ παρασκευάζων φάρμακα ἢ χρώματα, κλπ.· φαρμακοποιὸν ἔθνος, ἔθνος ἀποτελούμενον ἐκ μάγων, Αἰσχύλ. Ἀποσπ 448.

Greek Monolingual

ο και η / φαρμακοποιός, -όν, ΝΑ
παρασκευαστής φαρμάκων
νεοελλ.
1. επιστήμονας ειδικευμένος στη φαρμακευτική, ο οποίος έχει την ευθύνη για την εκτέλεση τών συνταγών γιατρών, οδοντιάτρων και κτηνιάτρων και για την παρασκευή δοσολογικών μορφών φαρμάκων, αν δεν υπάρχει ανάλογο ιδιοσκεύασμα
2. στρ. βαθμός αξιωματικού του υγειονομικού σώματος αντίστοιχος με αυτόν του λοχαγού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + -ποιός].