φιλοκαμπής: Difference between revisions
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />très flexible.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[κάμπτω]]. | |btext=ής, ές :<br />très flexible.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[κάμπτω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φιλοκαμπής:''' [[легко сгибаемый или согнутый]] ([[κίρκος]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φῐλοκαμπής:''' -ές, γεν. <i>-έος</i> ([[κάμπτω]]), αυτός που κάμπτεται εύκολα, [[λυγερός]], [[εύκαμπτος]], σε Ανθ. | |lsmtext='''φῐλοκαμπής:''' -ές, γεν. <i>-έος</i> ([[κάμπτω]]), αυτός που κάμπτεται εύκολα, [[λυγερός]], [[εύκαμπτος]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=φῐλο-καμπής, ές [[κάμπτω]]<br />[[easily]] bending, [[lithe]], Anth. | |mdlsjtxt=φῐλο-καμπής, ές [[κάμπτω]]<br />[[easily]] bending, [[lithe]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:39, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, easily bending, lithe, κίρκος AP6.294 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 1280] ές, gern, gewöhnlich gebogen, κίρκος Phani. 2 (VI, 294).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très flexible.
Étymologie: φίλος, κάμπτω.
Russian (Dvoretsky)
φιλοκαμπής: легко сгибаемый или согнутый (κίρκος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοκαμπής: -ές, γεν. έος, ὁ συνηθίζων νὰ κάμπτηται, νὰ λυγίζηται, εὔκαμπτος, κίρκος Ἀνθ. Π. 6. 294.
Greek Monolingual
-ές, Α
αυτός που κάμπτεται, που λυγίζει με ευκολία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -καμπής (< κάμπτω), πρβλ. δυσ-καμπής].
Greek Monotonic
φῐλοκαμπής: -ές, γεν. -έος (κάμπτω), αυτός που κάμπτεται εύκολα, λυγερός, εύκαμπτος, σε Ανθ.