φαλαγγίτης: Difference between revisions
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1252.png Seite 1252]] ὁ, ein Soldat von der Phalanx, bei den Römern von der Legion; Pol. 18, 15, 9 u. öfter; D. Hal. 4, 18. – Auch = [[φαλάγγιον]] 2, Galen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1252.png Seite 1252]] ὁ, ein Soldat von der Phalanx, bei den Römern von der Legion; Pol. 18, 15, 9 u. öfter; D. Hal. 4, 18. – Auch = [[φαλάγγιον]] 2, Galen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φᾰλαγγίτης:''' ου (ῑ) ὀ солдат фаланги, рядовой, (в Риме; лат. [[legionarius]]) легионер Polyb., Diod. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ, θηλ. [[φαλαγγίτισσα]] Ν, θηλ. φαλαγγῑτις, -ίτιδος, Α<br />[[στρατιώτης]] [[φάλαγγας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απόμαχος]] του τακτικού στρατού της Ελληνικής Επανάστασης του 1821<br /><b>2.</b> [[μέλος]] της δεύτερης βαθμίδας της λεγόμενης Εθνικής Οργάνωσης του δικτατορικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον σκαπανέα, [[μέλος]] της πρώτης βαθμίδας<br /><b>3.</b> [[μέλος]] παραστρατιωτικής οργάνωσης σε φασιστικές χώρες<br /><b>4.</b> (στην Ισπανία) [[μέλος]] της φασιστικής [[φάλαγγας]] του στρατηγού Φράνκο<br /><b>6.</b> (στον Λίβανο) [[ένοπλος]] που ανήκει στην χριστιανική [[μειονότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ.</b>) [[είδος]] βοτάνου για τη [[θεραπεία]] τών δηγμάτων της δηλητηριώδους αράχνης [[φαλάγγιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάλαγξ]], -<i>αγγος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]]]. | |mltxt=ο, ΝΑ, θηλ. [[φαλαγγίτισσα]] Ν, θηλ. φαλαγγῑτις, -ίτιδος, Α<br />[[στρατιώτης]] [[φάλαγγας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απόμαχος]] του τακτικού στρατού της Ελληνικής Επανάστασης του 1821<br /><b>2.</b> [[μέλος]] της δεύτερης βαθμίδας της λεγόμενης Εθνικής Οργάνωσης του δικτατορικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον σκαπανέα, [[μέλος]] της πρώτης βαθμίδας<br /><b>3.</b> [[μέλος]] παραστρατιωτικής οργάνωσης σε φασιστικές χώρες<br /><b>4.</b> (στην Ισπανία) [[μέλος]] της φασιστικής [[φάλαγγας]] του στρατηγού Φράνκο<br /><b>6.</b> (στον Λίβανο) [[ένοπλος]] που ανήκει στην χριστιανική [[μειονότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το αρσ.</b>) [[είδος]] βοτάνου για τη [[θεραπεία]] τών δηγμάτων της δηλητηριώδους αράχνης [[φαλάγγιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φάλαγξ]], -<i>αγγος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:40, 3 October 2022
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ, A soldier in a phalanx, Plb.4.12.12, D.S.18.2, D.H.4.18. II = φαλάγγιον ΙΙ, Gal.12.150:—also fem. φᾰλαγγ-ῖτις, ιδος, ἡ, Dsc.3.108.
German (Pape)
[Seite 1252] ὁ, ein Soldat von der Phalanx, bei den Römern von der Legion; Pol. 18, 15, 9 u. öfter; D. Hal. 4, 18. – Auch = φαλάγγιον 2, Galen.
Russian (Dvoretsky)
φᾰλαγγίτης: ου (ῑ) ὀ солдат фаланги, рядовой, (в Риме; лат. legionarius) легионер Polyb., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
φᾰλαγγίτης: [ῑ], -ου, ὁ, στρατιώτης ἐν φάλαγγι, Λατ. legionarius, Πολύβ. 4. 12, 12, κλπ. ΙΙ. = φαλάγγιον, ΙΙ, Γαλην. τ. 13, σ. 239.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ, θηλ. φαλαγγίτισσα Ν, θηλ. φαλαγγῑτις, -ίτιδος, Α
στρατιώτης φάλαγγας
νεοελλ.
1. απόμαχος του τακτικού στρατού της Ελληνικής Επανάστασης του 1821
2. μέλος της δεύτερης βαθμίδας της λεγόμενης Εθνικής Οργάνωσης του δικτατορικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, σε αντιδιαστολή προς τον σκαπανέα, μέλος της πρώτης βαθμίδας
3. μέλος παραστρατιωτικής οργάνωσης σε φασιστικές χώρες
4. (στην Ισπανία) μέλος της φασιστικής φάλαγγας του στρατηγού Φράνκο
6. (στον Λίβανο) ένοπλος που ανήκει στην χριστιανική μειονότητα
αρχ.
(το αρσ.) είδος βοτάνου για τη θεραπεία τών δηγμάτων της δηλητηριώδους αράχνης φαλάγγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάλαγξ, -αγγος + κατάλ. -ίτης].