φλεβικός: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1290.png Seite 1290]] von den Adern, dazu gehörig, [[πόρος]], Adergang, Aderröhre, Arist. H. A. 3, 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1290.png Seite 1290]] von den Adern, dazu gehörig, [[πόρος]], Adergang, Aderröhre, Arist. H. A. 3, 1. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φλεβικός:''' [[жильный]], [[венный]] (πόροι Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[φλεβικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[φλέψ]], <i>φλεβός</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[φλέβα]] («φλεβικό [[αίμα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από φλέβες («φλεβικό [[σύστημα]]»)<br /><b>2.</b> <b>(πετρογρ.)</b> [[γεωλογικός]] όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό τών εκρηξιγενών πετρωμάτων που σχηματίζονται από τη [[διείσδυση]] του μάγματος [[κατά]] [[μήκος]] ρωγμών [[κοντά]] στην [[επιφάνεια]] του εδάφους<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φλεβική [[νάρκωση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[φλεβαναισθησία]]. | |mltxt=-ή, -ό / [[φλεβικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[φλέψ]], <i>φλεβός</i>]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε [[φλέβα]] («φλεβικό [[αίμα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από φλέβες («φλεβικό [[σύστημα]]»)<br /><b>2.</b> <b>(πετρογρ.)</b> [[γεωλογικός]] όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό τών εκρηξιγενών πετρωμάτων που σχηματίζονται από τη [[διείσδυση]] του μάγματος [[κατά]] [[μήκος]] ρωγμών [[κοντά]] στην [[επιφάνεια]] του εδάφους<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φλεβική [[νάρκωση]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[φλεβαναισθησία]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, of a vein, of the veins, φ. πόροι the channels of the veins, Arist.HA510a14, PA647b2; οἱ πόροι οἱ φ. Id.HA561a17.
German (Pape)
[Seite 1290] von den Adern, dazu gehörig, πόρος, Adergang, Aderröhre, Arist. H. A. 3, 1.
Russian (Dvoretsky)
φλεβικός: жильный, венный (πόροι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
φλεβικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς φλέβα, εἰς τὰς φλέβας, φλεβ. πόροι, οἱ ὀχετοὶ ἢ ἀγωγοὶ τῶν φλεβῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 13, περὶ Ζῴων Μορ. 2. 1, 21· οἱ πόροι οἱ φλ. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 3, 3.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φλεβικός, -ή, -όν, ΝΜΑ φλέψ, φλεβός]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φλέβα («φλεβικό αίμα»)
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από φλέβες («φλεβικό σύστημα»)
2. (πετρογρ.) γεωλογικός όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό τών εκρηξιγενών πετρωμάτων που σχηματίζονται από τη διείσδυση του μάγματος κατά μήκος ρωγμών κοντά στην επιφάνεια του εδάφους
3. φρ. «φλεβική νάρκωση»
ιατρ. φλεβαναισθησία.