φοινικόβαπτος: Difference between revisions
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />teint en pourpre.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹, [[βάπτω]]. | |btext=ος, ον :<br />teint en pourpre.<br />'''Étymologie:''' [[φοῖνιξ]]¹, [[βάπτω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φοινῑκόβαπτος:''' [[окрашенный в пурпур]], [[пурпурный]] (ἐσθήματα Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φοινῑκόβαπτος:''' -ον, [[βαμμένος]] σε [[χρώμα]] πορφυρό, <i>ἐσθήματα</i>, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''φοινῑκόβαπτος:''' -ον, [[βαμμένος]] σε [[χρώμα]] πορφυρό, <i>ἐσθήματα</i>, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 16:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, purple-dyed, ἐσθήματα A.Eu.1028.
German (Pape)
[Seite 1296] in Purpur getaucht, gefärbt, Aesch. Eum. 982 ἐσθήματα.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
teint en pourpre.
Étymologie: φοῖνιξ¹, βάπτω.
Russian (Dvoretsky)
φοινῑκόβαπτος: окрашенный в пурпур, пурпурный (ἐσθήματα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
φοινῑκόβαπτος: -ον, ὁ βεβαμμένος εἰς χρῶμα φοινικοῦν, ἐσθήματα Αἰσχύλ. Εὐμ. 1028.
Greek Monolingual
-ον, Α
βαμμένος με πορφυρό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -βαπτος (< βάπτω), πρβλ. κροκό-βαπτος, πορφυρό-βαπτος].
Greek Monotonic
φοινῑκόβαπτος: -ον, βαμμένος σε χρώμα πορφυρό, ἐσθήματα, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
φοινῑκό-βαπτος, ον,
purple-dyed, ἐσθήματα Aesch.