χθονοστιβής: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui foule la terre.<br />'''Étymologie:''' [[χθών]], [[στείβω]].
|btext=ής, ές :<br />qui foule la terre.<br />'''Étymologie:''' [[χθών]], [[στείβω]].
}}
{{elru
|elrutext='''χθονοστῐβής:''' топчущий землю, т. е. земной: οὐράνιά τε καὶ χθονοστιβῆ Soph. (все) небесное и земное.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χθονοστῐβής:''' -ές ([[στείβω]]), αυτός που πατάει στη γη, σε Σοφ.
|lsmtext='''χθονοστῐβής:''' -ές ([[στείβω]]), αυτός που πατάει στη γη, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''χθονοστῐβής:''' топчущий землю, т. е. земной: οὐράνιά τε καὶ χθονοστιβῆ Soph. (все) небесное и земное.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 17:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χθονοστῐβής Medium diacritics: χθονοστιβής Low diacritics: χθονοστιβής Capitals: ΧΘΟΝΟΣΤΙΒΗΣ
Transliteration A: chthonostibḗs Transliteration B: chthonostibēs Transliteration C: chthonostivis Beta Code: xqonostibh/s

English (LSJ)

ές, treading the earth, opp. οὐράνιος, S.OT301.

German (Pape)

[Seite 1355] ές, die Erde betretend, auf der Erde gehend, Soph. O. R. 301, im Ggstz von οὐράνιος.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui foule la terre.
Étymologie: χθών, στείβω.

Russian (Dvoretsky)

χθονοστῐβής: топчущий землю, т. е. земной: οὐράνιά τε καὶ χθονοστιβῆ Soph. (все) небесное и земное.

Greek (Liddell-Scott)

χθονοστῐβής: -ές, ἐπίγειος, γήϊνος, ὦ πάντα νωμῶν Τειρεσία, .. οὐρνάνιά τε καὶ χθονοστιβῆ, «τὰ ἐν τῇ γῇ, τὰ ἐπίγεια, γήΐνα» (Σχόλ.), Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 301.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που πατά στη γη, επίγειος, γήινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + -στιβής (< στίβος < στείβω «πατώ»), πρβλ. ήλιο-στιβής, νιφο-στιβής].

Greek Monotonic

χθονοστῐβής: -ές (στείβω), αυτός που πατάει στη γη, σε Σοφ.

Middle Liddell

χθονο-στῐβής, ές στείβω
treading the earth, Soph.

English (Woodhouse)

treading the earth, walking the earth, walking the ground

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)