ἀμετάπειστος: Difference between revisions

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut dissuader, inflexible.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μεταπείθω]].
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut dissuader, inflexible.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[μεταπείθω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμετάπειστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[несговорчивый]], [[непреклонный]] Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[неумолимый]], [[неотвратимый]] ([[ἀνάγκη]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[неизменный]], [[непоколебимый]] ([[συμμαχία]] πρός τινα Diod.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμετάπειστος]], -ον) [[μεταπείθω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μεταπείστηκε, δεν μεταπείθεται ή δεν [[είναι]] δυνατό να μεταπειστεί, [[ανένδοτος]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[αμετακίνητος]], [[σταθερός]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμετάπειστος]], -ον) [[μεταπείθω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μεταπείστηκε, δεν μεταπείθεται ή δεν [[είναι]] δυνατό να μεταπειστεί, [[ανένδοτος]]<br /><b>2.</b> (για πράγματα) [[αμετακίνητος]], [[σταθερός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμετάπειστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[несговорчивый]], [[непреклонный]] Arst., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> [[неумолимый]], [[неотвратимый]] ([[ἀνάγκη]] Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[неизменный]], [[непоколебимый]] ([[συμμαχία]] πρός τινα Diod.).
}}
}}

Revision as of 17:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετάπειστος Medium diacritics: ἀμετάπειστος Low diacritics: αμετάπειστος Capitals: ΑΜΕΤΑΠΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: ametápeistos Transliteration B: ametapeistos Transliteration C: ametapeistos Beta Code: a)meta/peistos

English (LSJ)

ον, A not to be moved by persuasion, inexorable, Arist.APo.72b3; ἀ. ὑπὸ λόγου Id.Top.130b16; of necessity, Id.Metaph.1015a32. Adv. -τως Epicur.Fr.222, Phld.Herc.1003. II of things, unchangeable, steadfast, συμμαχία D.S.37.20.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀμετάπιστος Ptol.Iudic.6.10, 19.5
I 1de pers. no persuadible, inconmovible ἐπεὶ ... ἀ. ἑώρα καὶ ἀμετάτρεπτον cuando vio (a su hijo) inconmovible e inmutable Plu.Thes.17, ἐπειρᾶτο πείθειν τὸν Ὀκτάβιον· ὡς δ' ἦν ἀμετάπειστος Plu.TG 12.
2 de abstr. inexorable ἀνάγκη Arist.Metaph.1015a32
inalterable ταυτότης Dion.Ar.DN M.3.872C
firme, seguro συμμαχία D.S.37.20.
3 en fil. o lóg. irrefutable (ἐπιστήμη) ἀ. ὑπὸ λόγου Arist.Top.130b16, cf. 133b29, APo.72b3, ἐπιβολή Ptol.Iudic.6.10, ἀνακύκλησις Ptol.Iudic.19.5.
II adv. -ως irrefutablemente ἀ. πεπεῖσθαι Epicur.222U.

German (Pape)

[Seite 122] nicht umzustimmen, unwandelbar, fest, ἀνάγκη Arist. Metaph. 4, 5; neben ἀμετάτρεπτος Plut. Thes. 17; Cat. min. 19; Tib. Graech. 12, wo die v.l. ἀμετάπιστος, wie bei Diod. συμμαχία. – Adv., πεπεῖσθαι Plut. adv. Col. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut dissuader, inflexible.
Étymologie: , μεταπείθω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμετάπειστος:
1) несговорчивый, непреклонный Arst., Plut.;
2) неумолимый, неотвратимый (ἀνάγκη Arst.);
3) неизменный, непоколебимый (συμμαχία πρός τινα Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετάπειστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ πείσῃ ὅπως μεταβάλῃ γνώμην, ἀδυσώπητος, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστερα 1.2, ἐν τέλ., Μεταφ. 4. 5, 3· ἀμ. ὑπὸ λόγου ὁ αὐτ. Τοπ. 5. 4,16: - Ἐπίρρ. -τως Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1117F. II. ἐπὶ πραγμάτων, ἀμετάβλητος, σταθερός, συμμαχία Διόδ. Ἐκλογ. 612. 35.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμετάπειστος, -ον) μεταπείθω
1. αυτός που δεν μεταπείστηκε, δεν μεταπείθεται ή δεν είναι δυνατό να μεταπειστεί, ανένδοτος
2. (για πράγματα) αμετακίνητος, σταθερός.