ἀμαύρωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐλευθέρα Κόρκυρα· χέζ' ὅπου θέλεις → Corfu is free; shit where you want

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />obscurcissement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμαυρόω]].
|btext=ατος (τό) :<br />obscurcissement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμαυρόω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμαύρωμα:''' ατος τό затмение, помрачение, потускнение (τῆς αὐγῆς Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμαύρωμα:''' -ατος, τό (ἀμαυρόομαι), [[αμαύρωση]], επισκότηση, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀμαύρωμα:''' -ατος, τό (ἀμαυρόομαι), [[αμαύρωση]], επισκότηση, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμαύρωμα:''' ατος τό затмение, помрачение, потускнение (τῆς αὐγῆς Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from ἀμαυρόομαι]<br />obscuration, Plut.
|mdlsjtxt=[from ἀμαυρόομαι]<br />obscuration, Plut.
}}
}}

Revision as of 17:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμαύρωμα Medium diacritics: ἀμαύρωμα Low diacritics: αμαύρωμα Capitals: ΑΜΑΥΡΩΜΑ
Transliteration A: amaúrōma Transliteration B: amaurōma Transliteration C: amayroma Beta Code: a)mau/rwma

English (LSJ)

ατος, τό, A obscuration, of sun, Plu.Caes.69. 2 dimness of sight, Mnesith. ap. Orib.4.4.2.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 oscurecimiento del sol, Plu.Caes.69.
2 debilidad de la vista, Mnesith.Cyz. en Orib.4.4.2.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
obscurcissement.
Étymologie: ἀμαυρόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀμαύρωμα: ατος τό затмение, помрачение, потускнение (τῆς αὐγῆς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμαύρωμα: -ατος, τό, ἀμαύρωσις, ἐπισκότισις, περὶ τοῦ ἡλίου, Πλουτ. Καῖσ. 69.

Greek Monolingual

το (Α ἀμαύρωμα)
νεοελλ.
κηλίδωση, σπίλωση της φήμης, του ονόματος
αρχ.
(για τον ήλιο) επισκότιση, σκοτείνιασμα, θόλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀμαυρῶ
βλ. ἀμαυρώνω].

Greek Monotonic

ἀμαύρωμα: -ατος, τό (ἀμαυρόομαι), αμαύρωση, επισκότηση, σε Πλούτ.

Middle Liddell

[from ἀμαυρόομαι]
obscuration, Plut.