ἀνασκοπή: Difference between revisions
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0207.png Seite 207]] ἡ, Betrachtung, Untersuchung, Sext. Emp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0207.png Seite 207]] ἡ, Betrachtung, Untersuchung, Sext. Emp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνασκοπή:''' ἡ [[рассмотрение]], [[исследование]] Sext. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀνασκοπή]])<br /><b>1.</b> λεπτομερέστερη [[εξέταση]], επανεξέταση, [[αναθεώρηση]]<br /><b>2.</b> [[αναλογισμός]] της ευθύνης, [[επιφύλαξη]], [[δισταγμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκέψη]], [[στοχασμός]], [[εξέταση]], [[μελέτη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σκοπή]] «προσεκτική [[παρατήρηση]]» <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]. | |mltxt=η (Α [[ἀνασκοπή]])<br /><b>1.</b> λεπτομερέστερη [[εξέταση]], επανεξέταση, [[αναθεώρηση]]<br /><b>2.</b> [[αναλογισμός]] της ευθύνης, [[επιφύλαξη]], [[δισταγμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σκέψη]], [[στοχασμός]], [[εξέταση]], [[μελέτη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ανα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σκοπή]] «προσεκτική [[παρατήρηση]]» <span style="color: red;"><</span> [[σκέπτομαι]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, consideration, Timo 61.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
consideración, atención γραμματική, τῆς οὔ τις ἀνασκοπὴ οὐδ' ἀνάθρησις Timo 61.
German (Pape)
[Seite 207] ἡ, Betrachtung, Untersuchung, Sext. Emp.
Russian (Dvoretsky)
ἀνασκοπή: ἡ рассмотрение, исследование Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνασκοπή: ἡ, ἐξέτασις, ἔρευνα, Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Γραμματικ. σ. 227.
Greek Monolingual
η (Α ἀνασκοπή)
1. λεπτομερέστερη εξέταση, επανεξέταση, αναθεώρηση
2. αναλογισμός της ευθύνης, επιφύλαξη, δισταγμός
αρχ.
σκέψη, στοχασμός, εξέταση, μελέτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + σκοπή «προσεκτική παρατήρηση» < σκέπτομαι.