ἀντίπνοος: Difference between revisions
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οος, οον;<br />causé par un vent contraire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[πνέω]]. | |btext=οος, οον;<br />causé par un vent contraire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[πνέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντίπνοος:''' стяж. [[ἀντίπνους]] 2 дующий навстречу, встречный ([[ἄπλοια]], [[varia lectio|v.l.]] [[αὔρα]] Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντίπνοος:''' -ον, συνηρ. -πνους, <i>-ουν</i>, αυτός που έχει προκληθεί από αντίθετους ανέμους, σε Αισχύλ.· [[ενάντιος]], [[εχθρικός]], στον ίδ. | |lsmtext='''ἀντίπνοος:''' -ον, συνηρ. -πνους, <i>-ουν</i>, αυτός που έχει προκληθεί από αντίθετους ανέμους, σε Αισχύλ.· [[ενάντιος]], [[εχθρικός]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[from [[ἀντιπνέω]]<br />caused by [[adverse]] winds, Aesch.: [[adverse]], [[hostile]], Aesch. | |mdlsjtxt=[from [[ἀντιπνέω]]<br />caused by [[adverse]] winds, Aesch.: [[adverse]], [[hostile]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:50, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, contr. ἀντί-πνους, ουν, caused by adverse winds, ἀντιπνόους . . ἀπλοίας A.Ag.147 (lyr.); στάσις ἀ. Id.Pr.1087 (lyr.). Adv. -νόως Tz. ad Lyc.739.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): contr. -πνους A.Pr.1087
1 causado por vientos adversos, ἄπλοια A.A.147, στάσις A.Pr.l.c., αὔρη Nonn.D.5.275, cf. 11.438.
2 adv. -νόως deforma causada por vientos adversos Tz.ad Lyc.739.
German (Pape)
[Seite 259] zsgz. -πνους, entgegenwehend, widrig, ἄπλοια Aesoh. Ag. 145; στάσις Prom. 1089; – adv. -πνόως, Sp.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
causé par un vent contraire.
Étymologie: ἀντί, πνέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίπνοος: стяж. ἀντίπνους 2 дующий навстречу, встречный (ἄπλοια, v.l. αὔρα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίπνοος: -ον, συνῃρ. -πνους, ουν, ὁ ὑπὸ ἐναντίων ἀνέμων προξενούμενος, ἀντιπνόους... ἀπλοίας (κατὰ Δινδ. χάριν τοῦ μέτρου, ἀντ. αὔρας, ἐναντίους ἀνέμους) Αἰσχύλ. Ἀγ. 149· στάσιν ἀντίπνουν ἀποδεικνύμενα [τὰ πνεύματα τῶν ἀνέμων] ὁ αὐτ. Προμ. 1088. ― Ἐπιρρ. -νόως, τῶν ἀνέμων ἀντιπνόως ταραξάντων τὸ πέλαγος Τζέτζ. Λυκόφρ. 739.
Greek Monotonic
ἀντίπνοος: -ον, συνηρ. -πνους, -ουν, αυτός που έχει προκληθεί από αντίθετους ανέμους, σε Αισχύλ.· ενάντιος, εχθρικός, στον ίδ.
Middle Liddell
[from ἀντιπνέω
caused by adverse winds, Aesch.: adverse, hostile, Aesch.