ἀντιδέχομαι: Difference between revisions

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἀντεδεξάμην;<br />recevoir en échange.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[δέχομαι]].
|btext=<i>ao.</i> ἀντεδεξάμην;<br />recevoir en échange.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[δέχομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιδέχομαι:''' [[получать взамен]] ([[τῖμος]], ὅντινα ἀντεδεξάμην Aesch.; φίλας χάριτας Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιδέχομαι:''' μέλ. -[[δέξομαι]], αποθ., [[αποδέχομαι]] ή [[παραλαμβάνω]] ως [[αντάλλαγμα]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''ἀντιδέχομαι:''' μέλ. -[[δέξομαι]], αποθ., [[αποδέχομαι]] ή [[παραλαμβάνω]] ως [[αντάλλαγμα]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιδέχομαι:''' [[получать взамен]] ([[τῖμος]], ὅντινα ἀντεδεξάμην Aesch.; φίλας χάριτας Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[receive]] or [[accept]] in [[return]], Aesch., Eur.
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[receive]] or [[accept]] in [[return]], Aesch., Eur.
}}
}}

Revision as of 17:58, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιδέχομαι Medium diacritics: ἀντιδέχομαι Low diacritics: αντιδέχομαι Capitals: ΑΝΤΙΔΕΧΟΜΑΙ
Transliteration A: antidéchomai Transliteration B: antidechomai Transliteration C: antidechomai Beta Code: a)ntide/xomai

English (LSJ)

receive in return, A.Ch.916; ἀμοιβὰς κακάς Cat.Cod. Astr. 2.211; ἔδωκα κἀντεδεξάμην E.IA1222.

Spanish (DGE)

1 recibir a su vez ποῦ δῆθ' ὁ τῖμος ὅντιν' ἀντεδεξάμην; A.Ch.916, φίλας χάριτας ἔδωκα κἀντεδεξάμην E.IA 1222, ἀμοιβὰς κακὰς παρ' αὐτῶν ἀντιδέξεται Cat.Cod.Astr.2.211.
2 cambiar por νυκτὸς ... σφυρὸν Ἰφίκλειον Call.Fr.75.45 (tm.).
3 recoger un refrán de otros, Basil.H.Myst.60.

German (Pape)

[Seite 251] dagegen empfangen, Aesch. Ch. 903; Eur. I. A. 1222.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀντεδεξάμην;
recevoir en échange.
Étymologie: ἀντί, δέχομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιδέχομαι: получать взамен (τῖμος, ὅντινα ἀντεδεξάμην Aesch.; φίλας χάριτας Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιδέχομαι: ἀποθ., δέχομαί τι ἢ λαμβάνω ὡς ἀντάλλαγμα ἀντὶ ἄλλου, ποῦ δῆθ’ ὁ τῖμος, ὅντιν’ ἀντεδεξάμην; Αἰσχύλ. Χο. 916· ἔδωκα κἀντεδεξάμην Εὐρ. Ι. Α. 1222.

Greek Monolingual

ἀντιδέχομαι (Α)
δέχομαι, παίρνω κάτι ως αντάλλαγμα.

Greek Monotonic

ἀντιδέχομαι: μέλ. -δέξομαι, αποθ., αποδέχομαι ή παραλαμβάνω ως αντάλλαγμα, σε Αισχύλ., Ευρ.

Middle Liddell


Dep. to receive or accept in return, Aesch., Eur.