ἀποξένωσις: Difference between revisions

From LSJ

τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />séjour à l'étranger.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποξενόω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />séjour à l'étranger.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποξενόω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποξένωσις:''' εως ἡ [[пребывание на чужбине]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποξένωσις:''' -εως, ἡ, [[διαμονή]] στην αλλοδαπή, [[μετανάστευση]] ή [[ταξίδι]] σε [[ξένο]] [[τόπο]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀποξένωσις:''' -εως, ἡ, [[διαμονή]] στην αλλοδαπή, [[μετανάστευση]] ή [[ταξίδι]] σε [[ξένο]] [[τόπο]], σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποξένωσις:''' εως ἡ [[пребывание на чужбине]] Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἀποξενόω]]<br />a [[living]] [[abroad]], Plut.
|mdlsjtxt=[from [[ἀποξενόω]]<br />a [[living]] [[abroad]], Plut.
}}
}}

Revision as of 18:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποξένωσις Medium diacritics: ἀποξένωσις Low diacritics: αποξένωσις Capitals: ΑΠΟΞΕΝΩΣΙΣ
Transliteration A: apoxénōsis Transliteration B: apoxenōsis Transliteration C: apoksenosis Beta Code: a)poce/nwsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A living abroad, Plu. Pomp.80. 2 exile, Paul.Al.E.2 (pl.), al.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 estancia en un país extranjero διεμάχετο πρὸς τὴν ἀποξένωσιν Plu.2.649e, cf. Pomp.80.
2 exilio, destierro ἀποξενώσεις τῆς τοιαύτης στάσεως Paul.Al.25.15, cf. 56.13, πατρίδος Gr.Naz.M.35.864D, αὐτοῦ Aq.Abd.12.

German (Pape)

[Seite 317] ἡ, Entfernung aus der Heimath, Aufenthalt in der Fremde, Plut. Pomp. 80.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
séjour à l'étranger.
Étymologie: ἀποξενόω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποξένωσις: εως ἡ пребывание на чужбине Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποξένωσις: -εως, ἡ, ἡ ἀποδημία εἰς ξένον τόπον, διαμονὴ ἐν τῃ ἀλλοδαπῇ, ὡς μὴ κατὰ πάντα μέμφωμαι τὴν ἀποξένωσιν Πλουτ. Πομπ. 80, κτλ.· ἀπομάκρυνσις, ἀποχωρισμός, κατὰ τὴν ἐν ἀμφοτέραις ἐνεργείαις τοῦ μονογενοῦς τελείαν κατ’ αὐτοὺς ἀποξένωσιν Μάξ. Ὁμολ. τ. 2. σ. 60Α.

Greek Monotonic

ἀποξένωσις: -εως, ἡ, διαμονή στην αλλοδαπή, μετανάστευση ή ταξίδι σε ξένο τόπο, σε Πλούτ.

Middle Liddell

[from ἀποξενόω
a living abroad, Plut.