ἀργυρολογία: Difference between revisions

From LSJ

Καρπὸς γὰρ ἀρετῆς ἐστιν εὔτακτος βίος → Composita recte vita frux virtutis est → Ein wohlgeordnet Leben ist der Tugend Frucht

Menander, Monostichoi, 298
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />perception d'une contribution.<br />'''Étymologie:''' [[ἀργυρολόγος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />perception d'une contribution.<br />'''Étymologie:''' [[ἀργυρολόγος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀργῠρολογία:''' ἡ [[взыскивание денег]], [[обложение контрибуцией]] Xen.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀργῠρολογία:''' ἡ, καταναγκαστική [[συλλογή]] χρημάτων, [[είσπραξη]] χρημάτων, [[φορολογία]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀργῠρολογία:''' ἡ, καταναγκαστική [[συλλογή]] χρημάτων, [[είσπραξη]] χρημάτων, [[φορολογία]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀργῠρολογία:''' ἡ [[взыскивание денег]], [[обложение контрибуцией]] Xen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 18:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρολογία Medium diacritics: ἀργυρολογία Low diacritics: αργυρολογία Capitals: ΑΡΓΥΡΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: argyrología Transliteration B: argyrologia Transliteration C: argyrologia Beta Code: a)rgurologi/a

English (LSJ)

ἡ, levying of money, X.HG1.1.8, etc.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 recaudación de un tributo ᾤχοντο ἐπ' ἀργυρολογίαν ἔξω τοῦ Ἑλλησπόντου X.HG 1.1.8, ἐπ' ἀργυρολογίαν ἐπαναπεπλευκέναι X.HG 4.8.35, τὴν ἀργυρολογίαν ἀνεδέξατο D.C.48.2.2.
2 extorsión de dinero, PBeatty Panop.2.229 (IV d.C.).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
perception d'une contribution.
Étymologie: ἀργυρολόγος.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠρολογία:взыскивание денег, обложение контрибуцией Xen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρολογία: ἡ, συλλογὴ χρημάτων, εἴσπραξις χρημάτων, φορολογία, Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 8, κτλ.

Greek Monolingual

η (Α ἀργυρολογία) αργυρολόγος
νεοελλ.
η συγκέντρωση χρημάτων που γίνεται με αναξιοπρέπεια και για ιδιοτελείς σκοπούς
αρχ.
η φορολογία.

Greek Monotonic

ἀργῠρολογία: ἡ, καταναγκαστική συλλογή χρημάτων, είσπραξη χρημάτων, φορολογία, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἀργυρολόγος
a levying of money, Xen.

English (Woodhouse)

levying money

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)