ἀπόκοιτος: Difference between revisions
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui couche à l'écart <i>ou</i> loin de, gén. <i>ou</i> [[παρά]] τινος.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κοίτη]]. | |btext=ος, ον :<br />qui couche à l'écart <i>ou</i> loin de, gén. <i>ou</i> [[παρά]] τινος.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[κοίτη]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόκοιτος:''' [[спящий вдали или отдельно]] (τινος Aeschin. и [[παρά]] τινος Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπόκοιτος:''' -ον ([[κοίτη]]), αυτός που κοιμάται [[χωριστά]] [[μακριά]] από τους άλλους, με γεν., σε Αισχίν. | |lsmtext='''ἀπόκοιτος:''' -ον ([[κοίτη]]), αυτός που κοιμάται [[χωριστά]] [[μακριά]] από τους άλλους, με γεν., σε Αισχίν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κοίτη]]<br />sleeping [[away]] from others, c. gen., Aeschin. | |mdlsjtxt=[[κοίτη]]<br />sleeping [[away]] from others, c. gen., Aeschin. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:20, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A sleeping away from, τῶν συσσίτων Aeschin.2.127; οὐκ ἀ. παρὰ Ῥέας Luc.DDeor.10.2; μήτε ἀ. μηδ' ἀφήμερος ἀπὸ τῆς οἰκίας BGU1098.34 (i B.C.): abs., Men.Inc. 2.10. 2 separate from, c. gen., ἀρουρῶν BGU915.14 (i/ii A. D.).
Spanish (DGE)
-ον
1 que se ausenta durante la noche c. gen. o c. prep. y gen. ἀπόκοιτόν με ... τῶν συσσίτων γεγονέναι Aeschin.2.127, οὐδὲ ἀπόκοιτος ... παρὰ Ῥέας Luc.DDeor.14.2, ἀπὸ τῆς γυναικός Men.Fab.Incert.2.6
•op. ἀφήμερος: μήτε ἀ. μηδ' ἀφήμερον ... ἀπὸ τῆς ... οἰκίας BGU 1098.34 (I a.C.), cf. PMich.587.13
•sin rég. ἀ. ἐστι duerme fuera de casa Men.Epit.136, ἀπόκοιτος γέγονα Men.Fab.Incert.2.8, μὴ ἀπόκοιτος γενέσθαι Ach.Tat.6.3.1.
2 distante (un campo) ἀρουρῶν BGU 915.14 (II d.C.).
German (Pape)
[Seite 307] (κοίτη), außerhalb des Hauses, entfernt schlafend, τῶν συσσίτων Aesch. 2, 127; Luc. Abdic. 21; παρά τινος Deor. D. 10. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui couche à l'écart ou loin de, gén. ou παρά τινος.
Étymologie: ἀπό, κοίτη.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόκοιτος: спящий вдали или отдельно (τινος Aeschin. и παρά τινος Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόκοιτος: -ον, ὁ κοιμώμενος μακρὰν ἀπό τινος, τῶν συσσίτων Αἰσχίν. 45. 2· οὐδ’ ἀπόκοιτος ἐκεῖνος παρὰ τῆς Ρέας ἦν Λουκ. Θεῶν Διάλ. 10. 2.
Greek Monolingual
ἀπόκοιτος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν κοιμάται πλέον στο σπίτι του
2. όποιος έχει απομακρυνθεί ή αποξενωθεί από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + -κοιτος < κοίτος «κλίνη, κρεβάτι» (πρβλ. κατάκοιτος, οψίκοιτος κ.ά.)].
Greek Monotonic
ἀπόκοιτος: -ον (κοίτη), αυτός που κοιμάται χωριστά μακριά από τους άλλους, με γεν., σε Αισχίν.