ἀφήγημα: Difference between revisions

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />récit, narration.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφηγέομαι]].
|btext=ατος (τό) :<br />récit, narration.<br />'''Étymologie:''' [[ἀφηγέομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφήγημα:''' ион. [[ἀπήγημα]], ατος τό [[рассказ]], [[изложение]], [[повествование]] Her.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀφήγημα:''' Ιων. ἀπηγ-, <i>τό</i>, [[ιστορία]], [[αφήγηση]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀφήγημα:''' Ιων. ἀπηγ-, <i>τό</i>, [[ιστορία]], [[αφήγηση]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀφήγημα:''' ион. [[ἀπήγημα]], ατος τό [[рассказ]], [[изложение]], [[повествование]] Her.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[From [[ἀφηγέομαι]], a [[tale]], [[narrative]], Hdt.
|mdlsjtxt=[From [[ἀφηγέομαι]], a [[tale]], [[narrative]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 18:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφήγημα Medium diacritics: ἀφήγημα Low diacritics: αφήγημα Capitals: ΑΦΗΓΗΜΑ
Transliteration A: aphḗgēma Transliteration B: aphēgēma Transliteration C: afigima Beta Code: a)fh/ghma

English (LSJ)

Ion. ἀπήγημα, ατος, τό, A tale, narrative, Hdt.2.3. II guiding, leading, LXX 4 Ma.14.6.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Alolema(s): jón. ἀπήγημα Hdt.2.3
1 relato, narración τὰ ... θεῖα τῶν ἀπηγημάτων οἷα ἥκουον Hdt.l.c.
2 guía, conducción οἱ πόδες συμφώνως τοῖς τῆς ψυχῆς ἀφηγήμασιν κινοῦνται LXX 4Ma.14.6.

German (Pape)

[Seite 409] τό, 1) ion. ἀπήγημα, die Erzählung, Her. 2, 3, – 2) die Anführung, Anleitung, Ios.; LXX.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
récit, narration.
Étymologie: ἀφηγέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀφήγημα: ион. ἀπήγημα, ατος τό рассказ, изложение, повествование Her.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφήγημα: Ἰων. ἀπήγημα, τό, διήγημα, ἱστορία, Ἡρόδ. 2. 3. ΙΙ. τὸ ὁδηγεῖν, ὁδηγία, ἀρχηγία, Ἰωσήπ. Μακκ. 14.

Greek Monolingual

το (AM ἀφήγημα), ό,τι αφηγείται κανείς σε προφορικό ή γραπτό λόγο
αρχ.
καθοδήγηση.

Greek Monotonic

ἀφήγημα: Ιων. ἀπηγ-, τό, ιστορία, αφήγηση, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

[From ἀφηγέομαι, a tale, narrative, Hdt.