ἐκπέραμα: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />sortie.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκπεράω]].
|btext=ατος (τό) :<br />sortie.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκπεράω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκπέρᾱμα:''' ατος τό выход: [[τρίτον]] τόδ᾽ ἐ. δωμάτων [[καλῶ]] Aesch. я вот уж третий раз зову, чтобы кто-л. вышел из дома.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐκπέρᾱμα:''' τό, [[πέρασμα]], [[έξοδος]] από..., <i>δωμάτων</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἐκπέρᾱμα:''' τό, [[πέρασμα]], [[έξοδος]] από..., <i>δωμάτων</i>, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκπέρᾱμα:''' ατος τό выход: [[τρίτον]] τόδ᾽ ἐ. δωμάτων [[καλῶ]] Aesch. я вот уж третий раз зову, чтобы кто-л. вышел из дома.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐκπέρᾱμα, ατος, τό,<br />a [[coming]] out of, δωμάτων Aesch. [from [[ἐκπεράω]]
|mdlsjtxt=ἐκπέρᾱμα, ατος, τό,<br />a [[coming]] out of, δωμάτων Aesch. [from [[ἐκπεράω]]
}}
}}

Revision as of 19:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπέρᾱμα Medium diacritics: ἐκπέραμα Low diacritics: εκπέραμα Capitals: ΕΚΠΕΡΑΜΑ
Transliteration A: ekpérama Transliteration B: ekperama Transliteration C: ekperama Beta Code: e)kpe/rama

English (LSJ)

ατος, τό, coming out of, δωμάτων A.Ch.655.

Spanish (DGE)

(ἐκπέρᾱμα) -ματος, τό
salida τρίτον τόδ' ἐ. δωμάτων καλῶ te llamo por tercera vez para que salgas del palacio A.Ch.655.

German (Pape)

[Seite 772] τό, der Ausgang, das Herauskommen, δωμάτων Aesch. Ch. 644.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
sortie.
Étymologie: ἐκπεράω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπέρᾱμα: ατος τό выход: τρίτον τόδ᾽ ἐ. δωμάτων καλῶ Aesch. я вот уж третий раз зову, чтобы кто-л. вышел из дома.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπέρᾱμα: τό, τὸ νὰ περάσῃ ἢ νὰ ἔλθη τις, τρίτον τόδ’ ἐκπέραμα δωμάτων καλῶ, «τρίτον ἤδη ἐκπερᾶσαί τινα ἐκ τῶν δωμάτων καλῶ» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Χο. 655.

Greek Monolingual

ἐκπέραμα, το (Α)
το να περάσει, να έλθει κάποιος.

Greek Monotonic

ἐκπέρᾱμα: τό, πέρασμα, έξοδος από..., δωμάτων, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἐκπέρᾱμα, ατος, τό,
a coming out of, δωμάτων Aesch. [from ἐκπεράω