ἐλάτης: Difference between revisions

From LSJ

καί τιν᾿ ὀίω αἵματί τ' ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν ἄσπετον οὖδας ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν → and I think some one of the suitors that devour your property shall bespatter the vast earth with his blood and brains

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0790.png Seite 790]] ὁ, = [[ἐλατήρ]], Eur. frg. Phaeth. 24.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0790.png Seite 790]] ὁ, = [[ἐλατήρ]], Eur. frg. Phaeth. 24.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλάτης:''' ου ὁ Eur. = [[ἐλατήρ]] I.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἐλάτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στρατιώτης]] του πυροβολικού που ιππεύει στο αριστερό [[άλογο]] του ζεύγους ελάσεως<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για [[πουλί]]) [[φτερούγα]]<br /><b>2.</b> [[κλαδί]] δέντρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ελατήρ]]<br /><b>2.</b> ως [[επίθετο]] του Ποσειδώνος στην Αθήνα.
|mltxt=ο (AM [[ἐλάτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[στρατιώτης]] του πυροβολικού που ιππεύει στο αριστερό [[άλογο]] του ζεύγους ελάσεως<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για [[πουλί]]) [[φτερούγα]]<br /><b>2.</b> [[κλαδί]] δέντρου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ελατήρ]]<br /><b>2.</b> ως [[επίθετο]] του Ποσειδώνος στην Αθήνα.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλάτης:''' ου ὁ Eur. = [[ἐλατήρ]] I.
}}
}}

Revision as of 19:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλᾰτης Medium diacritics: ἐλάτης Low diacritics: ελάτης Capitals: ΕΛΑΤΗΣ
Transliteration A: elátēs Transliteration B: elatēs Transliteration C: elatis Beta Code: e)la/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,= A ἐλατήρ, ποίμνας E.Fr.773.28 (lyr.), Ostr.Strassb. 649.2 (iii A.D.), Glauc. ap. POxy.1802.37. II epithet of Poseidon at Athens, Hsch.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Prosodia: [ᾰ]
1 conductor, guía de ganado ποιμνᾶν ἐλάται E.Fr.773.28, cf. ISultan 576b.4 (imper.), συγκαταθεμένων δὲ τῶν ἐλατῶν ἔλυσε τὸν σύλλογον Glauc.Pont.1, cf. OStras.649.2 (III d.C.), cf. ἐ. ἡνίοχος Hsch., lat. auriga, Gloss.2.26
como epít. de Posidón en Atenas, Hsch.
2 el que aleja o expulsa c. gen. δαιμόνων GMA 41.17 (IV/V d.C.).

German (Pape)

[Seite 790] ὁ, = ἐλατήρ, Eur. frg. Phaeth. 24.

Russian (Dvoretsky)

ἐλάτης: ου ὁ Eur. = ἐλατήρ I.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλάτης: ᾰ, ου, ὁ, = ἐλατήρ, Εὐρ. Ἀποσπ. 775. 26.

Greek Monolingual

ο (AM ἐλάτης)
νεοελλ.
στρατιώτης του πυροβολικού που ιππεύει στο αριστερό άλογο του ζεύγους ελάσεως
μσν.
1. (για πουλί) φτερούγα
2. κλαδί δέντρου
αρχ.
1. ελατήρ
2. ως επίθετο του Ποσειδώνος στην Αθήνα.