ἐκστροφή: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />renversement, dislocation.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκστρέφω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />renversement, dislocation.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκστρέφω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκστροφή:''' ἡ [[извращение]] (τοῦ λόγου Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐκστροφή]])<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[εκστρέφω]], [[στροφή]] [[προς]] τα έξω, [[αναστροφή]]<br /><b>2.</b> [[διαστροφή]], [[στρέβλωση]], [[εξάρθρωση]], [[μετάθεση]]<br /><b>3.</b> [[μεταβολή]] τών αγενών μετάλλων σε [[χρυσάφι]]<br /><b>4.</b> <b>ιατρ.</b> η [[προς]] τα έξω [[αναστροφή]] (βλεννογόνου υμένα, μήτρας <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>5.</b> (για μάτια) [[προεκβολή]].
|mltxt=η (AM [[ἐκστροφή]])<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[εκστρέφω]], [[στροφή]] [[προς]] τα έξω, [[αναστροφή]]<br /><b>2.</b> [[διαστροφή]], [[στρέβλωση]], [[εξάρθρωση]], [[μετάθεση]]<br /><b>3.</b> [[μεταβολή]] τών αγενών μετάλλων σε [[χρυσάφι]]<br /><b>4.</b> <b>ιατρ.</b> η [[προς]] τα έξω [[αναστροφή]] (βλεννογόνου υμένα, μήτρας <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>5.</b> (για μάτια) [[προεκβολή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐκστροφή:''' ἡ [[извращение]] (τοῦ λόγου Plut.).
}}
}}

Revision as of 19:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκστροφή Medium diacritics: ἐκστροφή Low diacritics: εκστροφή Capitals: ΕΚΣΤΡΟΦΗ
Transliteration A: ekstrophḗ Transliteration B: ekstrophē Transliteration C: ekstrofi Beta Code: e)kstrofh/

English (LSJ)

ἡ, A dislocation, τῶν δακτύλων Alciphr.3.54; ἐ. τοῦ σφιγκτῆρος, eversio ani, Hippiatr.41: metaph., τοῦ λόγου Plu.2.1072c. II transmutation of base metal, Zos.Alch.p.195 B. III inversion of uterus, Sor.1.73. IV projection of the eyes, Archig. ap. Orib.46.26.2.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
• Grafía: graf. ἐξτρ- PFam.Teb.38.10 (II d.C.)
I en sent. fís.
1 retorcimiento τῶν δακτύλων Alciphr.3.18.3, fig. τοῦ λόγου Plu.2.1072c.
2 medic. inversión τὴν ὑστέραν ἐπεσπάσαντο ... εἰς ἐκστροφήν tiraron del útero hasta darle la vuelta Sor.2.2.82.
3 medic. protrusión ὀφθαλμῶν ... ἐ. exoftalmia Archig. en Orib.46.27.2
extracción τῶν αἱμορροΐδων Asclep. en Gal.13.313.
4 vet. pliegue, curva ἐμπλέκονται τῇ ἐκστροφῇ τοῦ σφιγκτῆρος se enroscan unos parásitos en la curva del esfínter, Hippiatr.41.1.
5 alquim. transmutación de un metal, Zos.Alch.195.22.
II fig. robo, sustracción de un bien ajeno ἐπ' ἐξτροφῇ con ánimo de robo, para robarnos, PFam.Teb.l.c., cf. PBerl.Möller 2.17 (I d.C.).

German (Pape)

[Seite 779] ἡ, das Herausdrehen, z. B. τῶν δακτύλων, der Finger aus den Gelenken, Alciphr. 3, 54; τοῦ λόγου, Verdrehung, Plut. adv. Stoic. 27 M.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
renversement, dislocation.
Étymologie: ἐκστρέφω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκστροφή:извращение (τοῦ λόγου Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκστροφή: ἡ, στροφὴ πρὸς τὰ ἔξω, ἐξάρθρωσις, τῶν δακτύλων Ἀλκίφρων 3. 54· μεταφ., στρέβλωσις, λόγου Πλούτ. 2. 1072C.

Greek Monolingual

η (AM ἐκστροφή)
1. η ενέργεια του εκστρέφω, στροφή προς τα έξω, αναστροφή
2. διαστροφή, στρέβλωση, εξάρθρωση, μετάθεση
3. μεταβολή τών αγενών μετάλλων σε χρυσάφι
4. ιατρ. η προς τα έξω αναστροφή (βλεννογόνου υμένα, μήτρας κ.λπ.)
5. (για μάτια) προεκβολή.