ἐμπληκτικός: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> facile à effrayer;<br /><b>2</b> stupide.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπλήσσω]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> facile à effrayer;<br /><b>2</b> stupide.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπλήσσω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμπληκτικός:''' [[тупоумный]], [[глупый]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐμπληκτικός:''' -ή, -όν ([[ἐμπλήσσω]]), αυτός που τρομάζει εύκολα, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἐμπληκτικός:''' -ή, -όν ([[ἐμπλήσσω]]), αυτός που τρομάζει εύκολα, σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἐμπληκτικός]], ή, όν <i>adj</i> [[ἐμπλήσσω]]<br />[[easily]] [[scared]], Plut. | |mdlsjtxt=[[ἐμπληκτικός]], ή, όν <i>adj</i> [[ἐμπλήσσω]]<br />[[easily]] [[scared]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:10, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, (ἐμπλήσσω) stupid, θέατρα Plu.2.748d (sed leg. ἐμπλήκτων):—in Id.Sull.34 f.l. for ἐμπληκτότατον. Adv. -κῶς Apollon.Lex. s.v. ἐμπλήγδην.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 caprichoso, voluble de una mujer, Hsch.s.u. ἐμπλήγδην.
2 adv. -ῶς caprichosamente Apollon.Lex.67.28.
German (Pape)
[Seite 814] ή, όν, leicht zu erschrecken, in Staunen zu versetzen; καὶ ἀνόητα θέατρα Plut. Symp. 9, 15 E. Dah. thöricht, im superl. Sull. 34.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 facile à effrayer;
2 stupide.
Étymologie: ἐμπλήσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπληκτικός: тупоумный, глупый Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπληκτικός: -ή, -όν, μαινόμενος, τὸν ἐμπληκτικώτατον Πλουτ. Σύλλ. 34· ἀλλὰ κατὰ Κοραῆν: «ἵσ. γρ. ἐμπληκτότατον· ὁ γὰρ ἔμπληκτος μᾶλλον ἐν χρήσει ἢ ὁ ἐμπληκτικός, ὅτε σημαίνει τὸν μαινόμενον»· ὁ ἐκπλησσόμενος, ὁ μωρός, περὶ τῶν ἐν τῷ θεάτρῳ θεατῶν, ὁ αὐτ. 2. 748D.
Greek Monolingual
ἐμπληκτικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που εκπλήσσεται εύκολα, ανόητος.
Greek Monotonic
ἐμπληκτικός: -ή, -όν (ἐμπλήσσω), αυτός που τρομάζει εύκολα, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἐμπληκτικός, ή, όν adj ἐμπλήσσω
easily scared, Plut.