ἐνδυτός: Difference between revisions
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός <i>ou</i> ή, όν :<br />qu’on a revêtu (vêtement, robe, <i>etc.</i>) : ὅπλων ἐνδυτά EUR armure qui enveloppe le corps.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἐνδύω]]. | |btext=ός <i>ou</i> ή, όν :<br />qu’on a revêtu (vêtement, robe, <i>etc.</i>) : ὅπλων ἐνδυτά EUR armure qui enveloppe le corps.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἐνδύω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνδῠτός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[одетый]], [[увенчанный]] (στέμμασι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[надетый]] (ἐσθήματα Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐνδῠτός:''' -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που φοριέται από κάποιον, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἐνδυτόν</i> (ενν. [[ἔσθημα]]), <i>τό</i>, [[ένδυμα]], [[ρούχο]], [[φόρεμα]], στον ίδ.· μεταφ., <i>ἐνδ.σαρκός</i>, δηλ. το [[δέρμα]] κάποιου, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ντυμένος, καλυμμένος με, <i>στέμμασιν</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''ἐνδῠτός:''' -όν,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που φοριέται από κάποιον, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἐνδυτόν</i> (ενν. [[ἔσθημα]]), <i>τό</i>, [[ένδυμα]], [[ρούχο]], [[φόρεμα]], στον ίδ.· μεταφ., <i>ἐνδ.σαρκός</i>, δηλ. το [[δέρμα]] κάποιου, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ντυμένος, καλυμμένος με, <i>στέμμασιν</i>, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἐνδῠτός, όν <i>adj</i> [from [[ἐνδύω]]<br /><b class="num">I.</b> put on, Aesch., Eur.<br /><b class="num">2.</b> ἔνδυτον (sc. ἔσθημἀ, a [[garment]], [[dress]], Eur.:—metaph., ἐνδ. σαρκός, i. e. one's [[skin]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> clad in, [[covered]] with, στέμμασιν Eur. | |mdlsjtxt=ἐνδῠτός, όν <i>adj</i> [from [[ἐνδύω]]<br /><b class="num">I.</b> put on, Aesch., Eur.<br /><b class="num">2.</b> ἔνδυτον (sc. ἔσθημἀ, a [[garment]], [[dress]], Eur.:—metaph., ἐνδ. σαρκός, i. e. one's [[skin]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> clad in, [[covered]] with, στέμμασιν Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:15, 3 October 2022
English (LSJ)
όν, A put on, ἐσθήματα A.Eu.1028 codd.; στέφη E.Tr.257 (anap.); στολαί Antiph.36. 2 ἐνδυτόν (sc. ἔσθημα). τό, garment, dress, Simon.179.10, Call.Ap.32, dub. in Herod.8.65; ἐ, νεβρίδων a dress of fawn-skin, E.Ba.111 (lyr.), cf. 138 (lyr.); ὅπλων ἐνδυτά Id.IA 1073 (lyr.): metaph., ἐ. σαρκός the skin, Id.Ba.746; τοὐνδυτὸν τῆς κοιλίας Alex.98.14. II clad in, covered, στέμμασιν E.Ion224 (lyr.).
Spanish (DGE)
(ἐνδῠτός) -όν
• Alolema(s): ἔνδυτ- Herod.8.65
I 1cubierto de στέμμασί γ' ἐ. ref. ὀμφαλός del templo de Apolo, E.Io 224.
2 de ropa o complementos puesto, ceñido en ocasiones especiales o por personajes fuera de lo común φοινικόβαπτα ἐνδυτὰ ἐσθήματα A.Eu.1028, στέφεα E.Tr.257, στολαί Antiph.38.1
•ajustado σχῆμα ... ἐνδυτοῦ θώρακος I.BI 5.233.
II subst. τὸ ἐνδυτόν prenda de vestir, vestido ἐ. νεβρίδων vestido de piel de cervatillo E.Ba.111, cf. 138, περὶ σώματι χρυσέων ὅπλων ... κεκορυθμένος ἐνδυτά provisto de vestidos de armas de oro en torno a su cuerpo E.IA 1073, cf. Call.Ap.32, οἵδε φθιμένων ἔνδυτ' ἔχοντες ... παῖδες he aquí sus hijos con los vestidos de los muertos, e.e., con ropa de luto E.HF 443, cf. IG 12(6).261.37 (Samos IV a.C.), AP 6.217 (Simon.), τοὔνδυτον τῆς κοιλίας Alex.103.14, Herod.l.c., SB 14203.3 (V/VI d.C.)
•fig. σαρκὸς ἐνδυτά piel E.Ba.746, βαθυρρήνοιο τάπητος ἐ. el vestido de la blanda alfombra, AP 6.250 (Antiphil.).
French (Bailly abrégé)
ός ou ή, όν :
qu’on a revêtu (vêtement, robe, etc.) : ὅπλων ἐνδυτά EUR armure qui enveloppe le corps.
Étymologie: adj. verb. de ἐνδύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνδῠτός:
1) одетый, увенчанный (στέμμασι Eur.);
2) надетый (ἐσθήματα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδῠτός: -όν, ὃν ἐνδύεταί τις, ἐσθήματα Αίσχύλ. Εὐμ. 1028· στέφη Εὐρ. Τρῳ. 258· ἐνδύτοις στολαῖσι Ἀντιφάν. ἐν «Ἀντείᾳ» 3. 2) ἐνδυτὸν (ἐνν. ἔσθημα), τὸ ἔνδυμα, ἐσθής, Σιμωνίδ. (;) 191· στικτῶν ἐνδυτὰ νεβρίδων, ἐνδύματα ἐκ δέρματος μικρᾶς ἐλάφου, Εὐρ. Βάκχ. 111· νεβρίδος ἔχων ἱερὸν ἐνδυτὸν αὐτόθι 138 ὅπλων ἐνδυτὰ ὁ αὐτὸς Ι. Α. 1073: - περιφραστ., σαρκῶς ἐνδυτά, ἀντὶ σάρκες (κατὰ τὸν Elmsley), ὁ αὐτ. Βάκχ. 746· τοὔνδυτον τῆς κοιλίας Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 14. ΙΙ. ἐνδεδυμένος, κεκαλυμμένος, στέμμασιν Εὐρ. Ἴων 224.
Greek Monolingual
-ή (AM ἐνδυτός, -όν)
το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐνδυτή
κάλυμμα της Αγίας Τραπέζης
αρχ.
1. αυτός που χρησιμεύει ως ένδυμα
2. φρ. «ἐνδυτός στέμμασιν» — σκεπασμένος με στεφάνια
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνδυτόν
α) εσθήτα
β) το δέρμα («σαρκὸς ἐνδυτά», Βακχυλ.).
Greek Monotonic
ἐνδῠτός: -όν,
I. 1. αυτός που φοριέται από κάποιον, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. ἐνδυτόν (ενν. ἔσθημα), τό, ένδυμα, ρούχο, φόρεμα, στον ίδ.· μεταφ., ἐνδ.σαρκός, δηλ. το δέρμα κάποιου, στον ίδ.
II. ντυμένος, καλυμμένος με, στέμμασιν, στον ίδ.
Middle Liddell
ἐνδῠτός, όν adj [from ἐνδύω
I. put on, Aesch., Eur.
2. ἔνδυτον (sc. ἔσθημἀ, a garment, dress, Eur.:—metaph., ἐνδ. σαρκός, i. e. one's skin, Eur.
II. clad in, covered with, στέμμασιν Eur.