ἐμπολητός: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />vendu à <i>ou</i> acheté par.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπολάω]].
|btext=ή, όν :<br />vendu à <i>ou</i> acheté par.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπολάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπολητός:''' [[купленный]] или [[проданный]] Soph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐμπολητός:''' -ή, -όν ([[ἐμπολάω]]), αγορασμένος, [[αγοραστός]], <i>οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ</i>, ο [[γιος]] του Σίσυφου που αγοράστηκε ή παραδόθηκε στα χέρια του Λαέρτη, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐμπολητός:''' -ή, -όν ([[ἐμπολάω]]), αγορασμένος, [[αγοραστός]], <i>οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ</i>, ο [[γιος]] του Σίσυφου που αγοράστηκε ή παραδόθηκε στα χέρια του Λαέρτη, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπολητός:''' [[купленный]] или [[проданный]] Soph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐμπολητός]], ή, όν <i>adj</i> [[ἐμπολάω]]<br />bought, οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ the son of [[Sisyphus]] bought by or palmed off [[upon]] [[Laertes]], Soph.
|mdlsjtxt=[[ἐμπολητός]], ή, όν <i>adj</i> [[ἐμπολάω]]<br />bought, οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ the son of [[Sisyphus]] bought by or palmed off [[upon]] [[Laertes]], Soph.
}}
}}

Revision as of 19:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπολητός Medium diacritics: ἐμπολητός Low diacritics: εμπολητός Capitals: ΕΜΠΟΛΗΤΟΣ
Transliteration A: empolētós Transliteration B: empolētos Transliteration C: empolitos Beta Code: e)mpolhto/s

English (LSJ)

ή, όν, bought, οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ the son of Sisy phus bought by or palmed off upon L., S.Ph.417.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
vendido οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ el hijo de Sísifo vendido a Laertes S.Ph.417.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
vendu à ou acheté par.
Étymologie: ἐμπολάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπολητός: купленный или проданный Soph.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπολητός: -ή, -όν, ἀγοραστός, ἀγορασθείς, οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ, ὁ υἱὸς τοῦ Σισύφου ὁ ἀγορασθεὶς ὑπὸ τοῦ Λαερτίου, διότι λέγεται ὅτι ἡ Ἀντίκλεια ἦν ἔγκυος ὅτε ὁ Λαέρτιος ἠγάγετο αὐτὴν δοὺς πολλὰ χρήματα, Σοφ. Φ. 417.

Greek Monolingual

ἐμπολητός, -ή, -όν (Α)
αυτός που αγοράστηκε, αγορασμένος, αγοραστός.

Greek Monotonic

ἐμπολητός: -ή, -όν (ἐμπολάω), αγορασμένος, αγοραστός, οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ, ο γιος του Σίσυφου που αγοράστηκε ή παραδόθηκε στα χέρια του Λαέρτη, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἐμπολητός, ή, όν adj ἐμπολάω
bought, οὑμπολητὸς Σισύφου Λαερτίῳ the son of Sisyphus bought by or palmed off upon Laertes, Soph.