ἐνθουσιαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />inspiré.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνθουσιάζω]].
|btext=ή, όν :<br />inspiré.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνθουσιάζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνθουσιαστικός:'''<br /><b class="num">1)</b> (бого)вдохновенный, восторженный ([[φύσις]] Plat.; [[ψυχή]] Arst.; [[σοφία]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[приводящий в восторг или в исступление]] ([[ἁρμονία]], νοσήματα Arst.; [[πάθος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐνθουσιαστικός:''' -ή, -όν, εμπνευσμένος, σε Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἐνθουσιαστικός:''' -ή, -όν, εμπνευσμένος, σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐνθουσιαστικός:'''<br /><b class="num">1)</b> (бого)вдохновенный, восторженный ([[φύσις]] Plat.; [[ψυχή]] Arst.; [[σοφία]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[приводящий в восторг или в исступление]] ([[ἁρμονία]], νοσήματα Arst.; [[πάθος]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐνθουσιαστικός]], ή, όν [from [[ἐνθουσιάζω]]<br />[[inspired]], Plat., etc.
|mdlsjtxt=[[ἐνθουσιαστικός]], ή, όν [from [[ἐνθουσιάζω]]<br />[[inspired]], Plat., etc.
}}
}}

Revision as of 19:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνθουσιαστικός Medium diacritics: ἐνθουσιαστικός Low diacritics: ενθουσιαστικός Capitals: ΕΝΘΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: enthousiastikós Transliteration B: enthousiastikos Transliteration C: enthousiastikos Beta Code: e)nqousiastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A inspired, φύσις Pl.Ti.71e; esp. by music, Arist.Pol.1340a11; ἡ ἐ. σοφία divination, Plu.Sol.12; ἐ. ἔκστασις Iamb.Myst.3.8; τὸ ἐ. excitement, Pl.Phdr. 263d: Sup. -ώτατος Sch.Iamb.Protr.p.129 P. Adv. -κῶς, διατιθέναι τινά Plu.2.433c: Comp. -ώτερον Marin.Procl.6. II Act., inspiring, exciting, of certain kinds of music, Arist.Pol.1341b34; νοσήματα μανικὰ καὶ ἐ. Id.Pr.954a36: Comp. -ώτερα, ἀκούσματα Pl.Ep. 314a.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1inspirado por la divinidad τὰ ῥηθέντα ... ὑπὸ τῆς μαντικῆς τε καὶ ἐνθουσιαστικῆς φύσεως en la adivinación, Pl.Ti.71e, ἀκούσματα Pl.Ep.314a, ref. a los Cabiros, Coribantes, etc., Str.10.3.7, cf. 21, ἡ ἐνθουσιαστικὴ καὶ τελεστικὴ σοφία Plu.Sol.12, ἔκστασις Iambl.Myst.3.8, ἐνθουσιαστικώτατε Ἰάμβλιχε ref. a un filósofo pitagórico, Sch.Iambl.Protr.85.28
neutr. compar. como adv. de la manera más inspirada ὥστε ... ἐνθουσιαστικώτερον ... τοὺς θεσμοὺς μετιέναι de manera que atendía los preceptos de la manera más inspirada por la divinidad Marin.Procl.6
objeto de inspiración ποιεῖ τὰς ψυχὰς ἐνθουσιαστικάς dicho de la mús., Arist.Pol.1340a11
neutr. subst. τὸ ἐ. estado de inspiración Pl.Phdr.263d.
2 de pers. propenso al entusiasmo como rasgo de los nacidos bajo un signo zodiacal, Ptol.Tetr.3.14.27.
3 que excita, que emociona, que entusiasma de la mús. τῶν μελῶν ... τὰ μὲν ἠθικὰ, τὰ δὲ πρακτικὰ, τὰ δ' ἐνθουσιαστικά Arist.Pol.1341b34, cf. 1342a4, ἐνθουσιαστικοῖς καὶ φυσικοῖς ... νοήμασιν Vett.Val.332.32, de algunos ritmos músicales, Aristid.Quint.82.28.
4 que produce delirio o locura νοσήματα μανικὰ καὶ ἐνθουσιαστικά Arist.Pr.954a36, πνεῦμα ἐ. en el oráculo de Delfos, Str.9.3.5.
5 gram. que expresa dolor o sentimiento, exclamativo ἐνθουσιαστικόν ἐπίρρημα adverbio exclamativo Eust.98.42, cf. in D.P.700.
II adv. -ῶς
1 en situación inspirada πολλὰ τῆς γῆς ῥεύματα ... τὰς ψυχὰς ἐ. διατίθησι Plu.2.433c
de modo inspirado, por medio de la inspiración τὸ γενναῖον πάθος ... ἐ. ἐπιπνέον τοὺς λόγους Longin.8.4, ἐ. μᾶλλον διαγίγνεται, καὶ οὐ μαιευτικῶς, οὐδὲ πειραστικῶς Procl.in Prm.987, cf. Olymp.in Phd.35.
2 frenéticamente, de forma enloquecida (ὁ ἔρως) ἦρξεν ἐ. I.AI 15.240, ἐ. ζέσαντες al luchar, Heraclit.All.31, ἐ. ἐπ' αὐτὸν (τὸν ἡδὺν βίον) ὁρμῶσιν de los epicúreos, Diog.Oen.152.3.8, ἐ. ἔχειν estar frenético Hsch.s.u. παιφάσσειν.

German (Pape)

[Seite 842] ή, όν, begeistert, schwärmerisch; φύσις Plat. Tim. 71 e; ψυχὰς ἐνθουσιαστικὰς ποιεῖν Arist. Pol. 8, 5; Sp.; τὸ ἐνθ., = ἐνθουσιασμός, Plat. Phaedr. 263 d. – Akt., begeisternd, ἁρμονία Arist. Pol. 8, 7. – Adv., ἐνθουσιαστικῶς διατιθέναι, begeistern, Plut. det. or. 42.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
inspiré.
Étymologie: ἐνθουσιάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐνθουσιαστικός:
1) (бого)вдохновенный, восторженный (φύσις Plat.; ψυχή Arst.; σοφία Plut.);
2) приводящий в восторг или в исступление (ἁρμονία, νοσήματα Arst.; πάθος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθουσιαστικός: -ή, -όν, ἔχων ἔμπνευσιν, ἐξεστηκώς, Πλάτ. Τίμ. 71Ε· μάλιστα ἐκ μουσικῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 5, 16· τὴν ἐνθουσιαστικὴν σοφίαν, τὴν μαντικήν, Πλούτ. Σόλ. 12· τὸ ἐνθουσιαστικόν, ὁ ἐνθουσιασμός, Πλάτ. Φαῖδρ. 263D. - Ἐπίρρ. ἐνθουσιαστικῶς διατιθέναι τινὰ Πλούτ. 2. 433C. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ προξενῶν, ὁ ἐμπνέων ἐνθουσιασμόν, ἐπὶ μουσικῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 7, 4 καὶ 6, πρβλ. 8. 5. 16 καὶ 22.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐνθουσιαστικός, -ή, -όν)
αυτός που προκαλεί ή εμπνέει ενθουσιασμό («τὰ μὲν ἠθικά, τὰ δὲ πρακτικὰ τὰ δ' ἐνθουσιαστικὰ τιθέντες», Αριστοτ.)
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση εμπνεύσεως ή ενθουσιασμού, εμπνευσμένος («ἐνθουσιαστική ἔκστασις», Ιάμβλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνθουσιαστικόν
ενθουσιασμός.
επίρρ...
ενθουσιαστικώς, -ά
με ενθουσιασμό, με τρόπο που εμπνέει ενθουσιασμό.

Greek Monotonic

ἐνθουσιαστικός: -ή, -όν, εμπνευσμένος, σε Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

ἐνθουσιαστικός, ή, όν [from ἐνθουσιάζω
inspired, Plat., etc.