ἐπιφλεγής: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1000.png Seite 1000]] ές, auf der Oberfläche entzündet, hochroth, Arist. physiogn. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1000.png Seite 1000]] ές, auf der Oberfläche entzündet, hochroth, Arist. physiogn. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιφλεγής:''' раскаленный, перен. огненно-красный, багровый ([[χρῶμα]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιφλεγής]], -ές (A) [[επιφλέγω]]<br />αυτός που [[είναι]] [[φλογώδης]] στην [[επιφάνεια]], που έχει κατακόκκινη [[επιφάνεια]] («οἷς [[περί]] τὰ στήθη ἐπιφλεγές έστι [[χρῶμα]] δυσόργητοι», <b>Αριστοτ.</b>). | |mltxt=[[ἐπιφλεγής]], -ές (A) [[επιφλέγω]]<br />αυτός που [[είναι]] [[φλογώδης]] στην [[επιφάνεια]], που έχει κατακόκκινη [[επιφάνεια]] («οἷς [[περί]] τὰ στήθη ἐπιφλεγές έστι [[χρῶμα]] δυσόργητοι», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ές, (φλέγω)fiery, χρῶμα Arist.Phgn.812a25.
German (Pape)
[Seite 1000] ές, auf der Oberfläche entzündet, hochroth, Arist. physiogn.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιφλεγής: раскаленный, перен. огненно-красный, багровый (χρῶμα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφλεγής: -ές, (φλέγω) φλογώδης, πυρώδης, χρῶμα Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 34.
Greek Monolingual
ἐπιφλεγής, -ές (A) επιφλέγω
αυτός που είναι φλογώδης στην επιφάνεια, που έχει κατακόκκινη επιφάνεια («οἷς περί τὰ στήθη ἐπιφλεγές έστι χρῶμα δυσόργητοι», Αριστοτ.).