ἐπιλήψιμος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />repréhensible.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίληψις]].
|btext=ος, ον :<br />repréhensible.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπίληψις]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιλήψιμος:''' [[достойный порицания]] Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπιλήψιμος]], -ον) [[επίληψις]]<br />αυτός που δίνει [[αφορμή]] να κατηγορηθεί («επιλήψιμη [[διαγωγή]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επιλήψιμο</i><br />επίμεπτη [[συμπεριφορά]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μπορεί να πιαστεί.
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἐπιλήψιμος]], -ον) [[επίληψις]]<br />αυτός που δίνει [[αφορμή]] να κατηγορηθεί («επιλήψιμη [[διαγωγή]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το επιλήψιμο</i><br />επίμεπτη [[συμπεριφορά]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μπορεί να πιαστεί.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιλήψιμος:''' [[достойный порицания]] Luc.
}}
}}

Revision as of 19:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιλήψιμος Medium diacritics: ἐπιλήψιμος Low diacritics: επιλήψιμος Capitals: ΕΠΙΛΗΨΙΜΟΣ
Transliteration A: epilḗpsimos Transliteration B: epilēpsimos Transliteration C: epilipsimos Beta Code: e)pilh/yimos

English (LSJ)

ον, A reprehensible, Luc.Rh.Pr.22, Philostr.VA4.42, Max.Tyr.24.6, Hermog. Inv.4.13. II. liable to seizure, Polem.Call.34.

German (Pape)

[Seite 958] den man fassen, bes. tadeln Kann, Luc. rhet. praec. 22 Navig. 41 u. a. Sp. – In B. A. 255 wird erkl. ἐπιληπτόν, τὸν ἐπιλήψιμον τῷ τῆς σελήνης πάθει.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
repréhensible.
Étymologie: ἐπίληψις.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιλήψιμος: достойный порицания Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλήψιμος: -ον, ἀξιόμεμπτος, ἐπιλήψιμος ὡς καὶ νῦν, ἀντίθ. τῷ ἀνεπίληπτος, Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 22, κτλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπιλήψιμος, -ον) επίληψις
αυτός που δίνει αφορμή να κατηγορηθεί («επιλήψιμη διαγωγή»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το επιλήψιμο
επίμεπτη συμπεριφορά
αρχ.
αυτός που μπορεί να πιαστεί.