ἐρύγμηλος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui mugit, mugissant.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ἐρεύγομαι]].
|btext=ος, ον :<br />qui mugit, mugissant.<br />'''Étymologie:''' DELG [[ἐρεύγομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρύγμηλος:''' [[издающий громкое мычание]], [[мычащий]] ([[ταῦρος]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐρύγμηλος:''' -η, -ον (ἐρῠγεῖν), αυτός που βρυχάται [[δυνατά]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἐρύγμηλος:''' -η, -ον (ἐρῠγεῖν), αυτός που βρυχάται [[δυνατά]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐρύγμηλος:''' [[издающий громкое мычание]], [[мычащий]] ([[ταῦρος]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐρύγμηλος]], η, ον [ἐρῠγεῖν]<br />[[loud]]-bellowing, Il.
|mdlsjtxt=[[ἐρύγμηλος]], η, ον [ἐρῠγεῖν]<br />[[loud]]-bellowing, Il.
}}
}}

Revision as of 20:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρῠγμηλος Medium diacritics: ἐρύγμηλος Low diacritics: ερύγμηλος Capitals: ΕΡΥΓΜΗΛΟΣ
Transliteration A: erýgmēlos Transliteration B: erygmēlos Transliteration C: erygmilos Beta Code: e)ru/gmhlos

English (LSJ)

η, ον, (ἐρῠγεῖν) A loud-bellowing, ταῦρος Il.18.580. II ἐρυγμήλη, ἐπίθετον ῥαφανίου, ἴσως ἀπὸ τῆς ἐρυγῆς, EM379.27, cf.Hsch. (ἐρυγηλή cod.).

German (Pape)

[Seite 1035] (ἐρυγεῖν), 1) laut brüllend, ταῦρος Il. 18, 580. – 21 Aufstoßen verursachend, ἐρυγμήλη, Beiwort des Rettigs, VLL.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mugit, mugissant.
Étymologie: DELG ἐρεύγομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐρύγμηλος: издающий громкое мычание, мычащий (ταῦρος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐρύγμηλος: -η, -ον, (ἐρῠγεῖν) ταῦρον ἐρύγμηλον, «μέγα μυκώμενον» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 580˙ ὡς τὸ ἐρίμυκος. ΙΙ. ἐρυγμήλη, «ἐπίθετον ῥαφάνου, ἴσως ἀπὸ τῆς ἐρυγῆς» Ἐτυμ. Μ. 379. 28, πρβλ. Ἡσύχ. (ἔνθα ὁ κῶδ. ἔχει τὸν τύπον ἐρυγηλή).

English (Autenrieth)

(ἐρυγεῖν): bellowing, Il. 18.580†.

Greek Monolingual

ἐρύγμηλος, -η, -ον (Α)
αυτός που μουγκρίζει δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο του ταύρου που προέρχεται από ερυγμή ερεύγομαι (II)] + επίθημα -ηλο]].

Greek Monotonic

ἐρύγμηλος: -η, -ον (ἐρῠγεῖν), αυτός που βρυχάται δυνατά, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἐρύγμηλος, η, ον [ἐρῠγεῖν]
loud-bellowing, Il.