ἐπιφρίσσω: Difference between revisions
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=frissonner <i>ou</i> frémir à la surface, se hérisser.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[φρίσσω]]. | |btext=frissonner <i>ou</i> frémir à la surface, se hérisser.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[φρίσσω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιφρίσσω:''' атт. [[ἐπιφρίττω]] быть неровным, щетиниться (ἐχίνοις χαῖται νώτοις ἐπιπεφρίκασι Emped. ap. Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιφρίσσω]] και αττ. τ. ἐπιφρίττω (AM) [[φρίσσω]]<br />έχω τραχιά [[επιφάνεια]], [[γίνομαι]] [[τραχύς]], [[ανατριχιάζω]] («Σειληνούς πολιῇσιν ἐπιφρίσσοντες ἐθείραις», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[θάλασσα]]) [[κάνω]] να κυμαίνεται [[ελαφρά]], να ρυτιδώνεται. | |mltxt=[[ἐπιφρίσσω]] και αττ. τ. ἐπιφρίττω (AM) [[φρίσσω]]<br />έχω τραχιά [[επιφάνεια]], [[γίνομαι]] [[τραχύς]], [[ανατριχιάζω]] («Σειληνούς πολιῇσιν ἐπιφρίσσοντες ἐθείραις», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[θάλασσα]]) [[κάνω]] να κυμαίνεται [[ελαφρά]], να ρυτιδώνεται. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 3 October 2022
English (LSJ)
Att. ἐπιφρίττω, to be rough or bristling on the surface, χαῖται νώτοις ἐπιπεφρίκασιν Emp.83.2; φολίδεσσι D.P.443; Σειληνοὺς πολιῇσιν -φρίσσοντας ἐθείραις cj. in Nonn.D.35.55; especially of water, νέποδες..ἐπιφρίσσουσι γαλήνῃ make a ripple on the calm sea, Opp.C.1.384, cf. Orph. A.1149, Poll.1.106.
German (Pape)
[Seite 1001] arr. ἐπιφρίττω, auf der Oberfläche rauh sein, starren, schauern, ἐπιφριττούσης τῆς θαλάττης Poll. 1, 106 (vgl. φρίσσω); sp. D., ὁλκὸς ἐπιφρίσσων φολίδεσσι D. Per. 443; νέποδες ἐπιφρίσσουσι γαλήνῃ Opp. Cyn. 1, 384, sie wimmeln auf der ruhigen Oberfläche des Meeres. – Auch vom Zephyr, Orph. Arg. 1147.
French (Bailly abrégé)
frissonner ou frémir à la surface, se hérisser.
Étymologie: ἐπί, φρίσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιφρίσσω: атт. ἐπιφρίττω быть неровным, щетиниться (ἐχίνοις χαῖται νώτοις ἐπιπεφρίκασι Emped. ap. Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφρίσσω: Ἀττ. -ττω, ἔχω τραχεῖαν καὶ ἀκανθωτὴν ἐπιφάνειαν, ὡς τὸ Λατ. horrere, Ἐμπεδ. παρὰ Πλουτ. 98D, Διον. Περιηγ. 443· ἰδίως ἐπὶ ὕδατος, νέποδες... ἐπιφρίσσουσι γαλήνῃ, ἐγείρουσιν ἠρέμα κυματίδια ἐπὶ τῆς γαληνίου θαλάσσης, Ὀππ. Κυν. 1. 384, πρβλ. Ὀρφ. Ἀργ. 1147, Πολυδ. Α΄, 106.
Greek Monolingual
ἐπιφρίσσω και αττ. τ. ἐπιφρίττω (AM) φρίσσω
έχω τραχιά επιφάνεια, γίνομαι τραχύς, ανατριχιάζω («Σειληνούς πολιῇσιν ἐπιφρίσσοντες ἐθείραις», Νόνν.)
αρχ.
1. (για θάλασσα) κάνω να κυμαίνεται ελαφρά, να ρυτιδώνεται.