ἑψητός: Difference between revisions

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />cuit, bouilli.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἑψέω]].
|btext=ή, όν :<br />cuit, bouilli.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἑψέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑψητός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вареный]] ([[ὄξος]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[легко разваривающийся]] ([[σῶμα]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑψητός:''' -ή, -όν ([[ἕψω]]), [[βραστός]], βρασμένος, σε Ξεν.· <i>ἑψητοί</i>, <i>-ῶν</i>, <i>οἱ</i>, βραστά ψάρια, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἑψητός:''' -ή, -όν ([[ἕψω]]), [[βραστός]], βρασμένος, σε Ξεν.· <i>ἑψητοί</i>, <i>-ῶν</i>, <i>οἱ</i>, βραστά ψάρια, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑψητός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[вареный]] ([[ὄξος]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> [[легко разваривающийся]] ([[σῶμα]] Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ἕψω]<br />[[boiled]], Xen.: ἑψητοί, ῶν, οἱ, [[boiled]] [[fish]], Ar.
|mdlsjtxt=[ἕψω]<br />[[boiled]], Xen.: ἑψητοί, ῶν, οἱ, [[boiled]] [[fish]], Ar.
}}
}}

Revision as of 20:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑψητός Medium diacritics: ἑψητός Low diacritics: εψητός Capitals: ΕΨΗΤΟΣ
Transliteration A: hepsētós Transliteration B: hepsētos Transliteration C: epsitos Beta Code: e(yhto/s

English (LSJ)

ή, όν, A boiled, ὄξος X.An.2.3.14; ὕδατα Nic.Al.111; ἑψητός (sc. οἶνος), ὁ, must, Gp.7.12.23, al. II ἑψητοί, ῶν, οἱ, small fish boiled for eating, Ar.V.679, Nicopho 18, Arist.HA569a20: sg., Archipp. 16, Eub.93, Posidipp.3, PCair.Zen.83.3 (iii B. C.), cf. Gal. 19.102; cf. ἑψητεῖς.

German (Pape)

[Seite 1132] adj. verb. zu ἕψω, gekocht, gesotten, ὄξος Xen. An. 2, 3, 14; ὕδατα Nic. Al. 111. – Ber Arist. H. A. 6, 15 u. Ath. VII, 301 c sind οἱ ἑψητοί eine Art kleiner Fische, Back-, Bratfische; vgl. Ar. Vesp. 679.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
cuit, bouilli.
Étymologie: adj. verb. de ἑψέω.

Russian (Dvoretsky)

ἑψητός:
1) вареный (ὄξος Xen.);
2) легко разваривающийся (σῶμα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑψητός: -ή, -όν, βραστός, βεβρασμένος, ὄξος Ξεν. Ἀν. 2. 3, 14· ὕδατα Νικ. Ἀλεξιφ. 111. ΙΙ. ἑψητοί, ῶν, οἱ, μικροὶ ἰχθύες βραστοὶ πρὸς βρῶσιν, Ἀριστοφ. Σφ. 679, Ἄρχιππος ἐν «Ἰχθύσι» 8, Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσι» 4, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 15, 2, Ἀθήν. 301Α-C· πρβλ. ἐπανθρακίς.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἑψητός, -ή, -ον) ἕψω
ψητός, βραστός, βρασμένος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. τo εψητό και ψητό
το ψητό, το φαγητό του φούρνου ή της σούβλας
μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑψητόν
φαγητό μαγειρεμένο (βρασμένο, του φούρνου ή της σούβλας)
2. φρ. «ἑψητὸς οἶνος» — γλεύκος, μούστος
αρχ.
(το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ ἑψητοί
μικρά ψάρια μαγειρεμένα, έτοιμα για φάγωμα.

Greek Monotonic

ἑψητός: -ή, -όν (ἕψω), βραστός, βρασμένος, σε Ξεν.· ἑψητοί, -ῶν, οἱ, βραστά ψάρια, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

[ἕψω]
boiled, Xen.: ἑψητοί, ῶν, οἱ, boiled fish, Ar.