ἔνορχος: Difference between revisions
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ἐνόρχης]]. | |btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ἐνόρχης]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔνορχος:''' ον Hom. = [[ἐνόρχης]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἔνορχος:''' -ον ([[ὄρχις]]), αυτός που δεν είναι [[ευνούχος]], αυτός που έχει όρχεις, <i>ἔνορχα μῆλα</i>, τα κριάρια που έχουν όρχεις, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἔνορχος:''' -ον ([[ὄρχις]]), αυτός που δεν είναι [[ευνούχος]], αυτός που έχει όρχεις, <i>ἔνορχα μῆλα</i>, τα κριάρια που έχουν όρχεις, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ἔν-ορχος, ον [[ὄρχις]]<br />uncastrated, [[entire]], ἔνορχα μῆλα rams, Il. | |mdlsjtxt=ἔν-ορχος, ον [[ὄρχις]]<br />uncastrated, [[entire]], ἔνορχα μῆλα rams, Il. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:19, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, (ὄρχις) with the testicles in, uncastrated, entire, ἔνορχα . . μῆλ' ἱερεύσειν, i.e. rams, Il.23.147; τὰ ἔ. entire animals, Hp.Vict.2.49; also of palm-trees, Arist.Fr.267 codd. Ath.
Spanish (DGE)
-ον
de anim. entero, cojudo, no castrado πεντήκοντ ἔνορχα ... μῆλ' ἱερεύσειν Il.23.147
•subst. τὸ ἔ. animal entero Hp.Vict.2.49, op. ἐκτομίας ‘castrado’, Clem.Al.Paed.3.3.19, op. εὐνοῦχος Paul.Aeg.1.84, τὰ ἔνορχα de los animales destinados al sacrificio en honor de los dioses, op. τὰ ἔντομα ‘los castrados’ sacrificados en honor a los muertos, Sud.s.u. ἐντομίδαι, Zonar.s.u. ἐντομίδαι.
German (Pape)
[Seite 850] mit Hoden, Hoden habend, nicht verschnitten; μῆλα, Widder, Il. 23, 147; κριός Synes.; von Palmbäumen, Arist. bei Ath. XIV, 652 a.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἐνόρχης.
Russian (Dvoretsky)
ἔνορχος: ον Hom. = ἐνόρχης.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνορχος: -ον, (ὄρχις) ὁ ἔχων ὄρχεις, μὴ εὐνουχισμένος, ἔνορχα... μῆλ’ ἱερεύσειν, ὅ ἐ. κριοὺς ἐνόρχους, καθότι οἱ ἐκτομίαι κριοὶ ἀπεκλείοντο τοῦ θυσιαστηρίου, Ἰλ. Ψ. 147· τὰ ἔνορχα, τὰ ἔχοντα ἤδη τοὺς ὄρχεις ἀνεπτυγμένους, τὰ τέλεια, δηλ. ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἄνορχα, τὰ νεαρὰ ἔτι, Ἱππ. 358. 24: - Ἐν Ἀθην. 652Α πλημμελὴς γραφή: ἐνόρχων, ἀντὶ ἀνόρχων (ὡς διωρθώθη ἤδη). Πρβλ. ἐνόρχης, ἔνορχις.
English (Autenrieth)
uncastrated, Il. 23.147†.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἔνορχος, -ον)
1. αυτός που έχει όρχεις (σε αντίθεση με τον ευνουχισμένο)
2. εκείνος που έχει πλήρως ανεπτυγμένους ορχεις (σε αντίθεση με τον ανήλικο).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + όρχις κατά τα σε -ος].
Greek Monotonic
ἔνορχος: -ον (ὄρχις), αυτός που δεν είναι ευνούχος, αυτός που έχει όρχεις, ἔνορχα μῆλα, τα κριάρια που έχουν όρχεις, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ἔν-ορχος, ον ὄρχις
uncastrated, entire, ἔνορχα μῆλα rams, Il.