ἱστότονος: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tendu sur un métier de tisserand.<br />'''Étymologie:''' [[ἱστός]], [[τείνω]].
|btext=ος, ον :<br />tendu sur un métier de tisserand.<br />'''Étymologie:''' [[ἱστός]], [[τείνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἱστότονος:''' [[натянутый на ткацком станке]] (πηνίσματα Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱστότονος:''' -ον ([[τείνω]]), αυτός που είναι [[τεντωμένος]] στον ιστό, στον αργαλειό, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἱστότονος:''' -ον ([[τείνω]]), αυτός που είναι [[τεντωμένος]] στον ιστό, στον αργαλειό, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱστότονος:''' [[натянутый на ткацком станке]] (πηνίσματα Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἱστό-τονος, ον [[τείνω]]<br />stretched in the [[loom]], Ar.
|mdlsjtxt=ἱστό-τονος, ον [[τείνω]]<br />stretched in the [[loom]], Ar.
}}
}}

Revision as of 21:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱστότονος Medium diacritics: ἱστότονος Low diacritics: ιστότονος Capitals: ΙΣΤΟΤΟΝΟΣ
Transliteration A: histótonos Transliteration B: histotonos Transliteration C: istotonos Beta Code: i(sto/tonos

English (LSJ)

ον, stretched on the loom, πηνίσματα v.l. in the codd. other than Rav. for ἱστόπονα, Ar.Ra.1315; κερκίς E.Hyps.Fr.1 ii 10 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1271] über den Webstuhl gespannt, Ar. Ran. 1315, von Spinngeweben.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tendu sur un métier de tisserand.
Étymologie: ἱστός, τείνω.

Russian (Dvoretsky)

ἱστότονος: натянутый на ткацком станке (πηνίσματα Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱστότονος: -ον, τεταμένος ἐπὶ τοῦ ἱστοῦ («ἀργαλειοῦ»), ἱστότονα πηνίσματα, «τοὺς ἱστοὺς οὓς ἐν τῷ ἀέρι αἱ ἀράχναι ὑφαίνουσι» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 1315.

Greek Monolingual

ἱστότονος, -ον (Α)
τεντωμένος πάνω στον αργαλειό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + -τονος (< τόνος < τείνω), πρβλ. ασκότονος, χορδότονος].

Greek Monotonic

ἱστότονος: -ον (τείνω), αυτός που είναι τεντωμένος στον ιστό, στον αργαλειό, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἱστό-τονος, ον τείνω
stretched in the loom, Ar.