ἱπποκένταυρος: Difference between revisions

From LSJ

Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist

Menander, Monostichoi, 339
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />hippocentaure, moitié homme moitié cheval.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], κένταυρος.
|btext=ου (ὁ) :<br />hippocentaure, moitié homme moitié cheval.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππος]], κένταυρος.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱπποκένταυρος:''' ὁ Plat., Xen., Plut., Sext., ἡ Luc. = [[κένταυρος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἱπποκένταυρος:''' ὁ, [[κένταυρος]], μυθικό [[πλάσμα]], το οποίο ήταν [[μισός]] [[άνθρωπος]] και [[μισός]] [[άλογο]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἱπποκένταυρος:''' ὁ, [[κένταυρος]], μυθικό [[πλάσμα]], το οποίο ήταν [[μισός]] [[άνθρωπος]] και [[μισός]] [[άλογο]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἱπποκένταυρος:''' ὁ Plat., Xen., Plut., Sext., ἡ Luc. = [[κένταυρος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἱππο-[[κένταυρος]], ὁ,<br />a [[horse]]-centaur, [[half]]-[[horse]] [[half]]-man, Xen.
|mdlsjtxt=ἱππο-[[κένταυρος]], ὁ,<br />a [[horse]]-centaur, [[half]]-[[horse]] [[half]]-man, Xen.
}}
}}

Revision as of 21:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποκένταυρος Medium diacritics: ἱπποκένταυρος Low diacritics: ιπποκένταυρος Capitals: ΙΠΠΟΚΕΝΤΑΥΡΟΣ
Transliteration A: hippokéntauros Transliteration B: hippokentauros Transliteration C: ippokentavros Beta Code: i(ppoke/ntauros

English (LSJ)

ὁ, hippocentaur, horse-centaur, half-horse half-man, Pl.Phdr.229d, X.Cyr.4.3.17: also as fem., θήλειαν ἱ. ἐποίησεν Luc.Zeux.3.

German (Pape)

[Seite 1260] ὁ, Roßkentaur, halb Pferd, halb Mensch, Plat. Phaedr. 229 d Xen. Cyr. 4, 3, 17; vgl. ἰχθυοκένταυρος; auch fem., θήλειαν ἱππ. ἐποίησεν Luc. Zeux. 31; überhaupt Hirngespinnst, Hermot. 72; Sext. Emp. oft.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
hippocentaure, moitié homme moitié cheval.
Étymologie: ἵππος, κένταυρος.

Russian (Dvoretsky)

ἱπποκένταυρος: ὁ Plat., Xen., Plut., Sext., ἡ Luc. = κένταυρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποκένταυρος: ὁ, κένταυρος, ἀπὸ κεφαλῆς μέχρις ὀσφύος ἄνθρωπος, κατὰ δὲ τὸ ἄλλο ἥμισυ ἵππος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἰχθυοκένταυρος, (ὃ ἴδε), Πλάτ. Φαῖδρ. 229D, Ξεν. Κύρ. 43, 17., ὡσαύτως ὡς θηλ., θήλειαν ἱπποκένταυρον ἐποίησεν Λουκ. Ζεῦξις 3.

Greek Monolingual

ἱπποκένταυρος, ὁ (Α) ο κατά το ήμισυ άνθρωπος και κατά το ήμισυ ίππος, ο κένταυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + κένταυρος].

Greek Monotonic

ἱπποκένταυρος: ὁ, κένταυρος, μυθικό πλάσμα, το οποίο ήταν μισός άνθρωπος και μισός άλογο, σε Ξεν.

Middle Liddell

ἱππο-κένταυρος, ὁ,
a horse-centaur, half-horse half-man, Xen.