ὁδωτός: Difference between revisions

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />praticable, faisable.<br />'''Étymologie:''' [[ὁδόω]].
|btext=ή, όν :<br />praticable, faisable.<br />'''Étymologie:''' [[ὁδόω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁδωτός:''' досл. удобопроходимый, перен. выполнимый (ἐμοὶ μὲν οὐχ ὁδωτά Soph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁδωτός:''' -ή, -όν ([[ὁδόω]]), [[βατός]], [[διαβατός]], [[κατορθωτός]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ὁδωτός:''' -ή, -όν ([[ὁδόω]]), [[βατός]], [[διαβατός]], [[κατορθωτός]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁδωτός:''' досл. удобопроходимый, перен. выполнимый (ἐμοὶ μὲν οὐχ ὁδωτά Soph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὁδωτός]], ή, όν [[ὁδόω]]<br />[[passable]]: [[practicable]], Soph.
|mdlsjtxt=[[ὁδωτός]], ή, όν [[ὁδόω]]<br />[[passable]]: [[practicable]], Soph.
}}
}}

Revision as of 21:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδωτός Medium diacritics: ὁδωτός Low diacritics: οδωτός Capitals: ΟΔΩΤΟΣ
Transliteration A: hodōtós Transliteration B: hodōtos Transliteration C: odotos Beta Code: o(dwto/s

English (LSJ)

ή, όν, A passable, γῆν ὁ. ἐποίησε f.l. in D.Chr.3.127; ὁ. θάλασσα Suid. II practicable, feasible, ἐμοὶ οὐχ ὁδωτά S.OC495.

German (Pape)

[Seite 295] wegbar, Sp.; – übertr., ausführbar, ἐμοὶ μὲν οὐχ ὁδωτά, Soph. O. C. 496, Schol. ἀνυστά.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
praticable, faisable.
Étymologie: ὁδόω.

Russian (Dvoretsky)

ὁδωτός: досл. удобопроходимый, перен. выполнимый (ἐμοὶ μὲν οὐχ ὁδωτά Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ὁδωτός: -ή, -όν, (ὁδόω) διαβατός, γῆν ὁδωτὴν (διάφ. γράφ. ὁδευτὴν) ἐποίησε, μνημονεύεται ἐκ Δίωνος τοῦ Χρυσ.˙ ὁδ. θάλασσα Σουΐδ. ΙΙ. ἐκτελεστός, ἐμοὶ οὐχ ὁδωτά, «ἀνυστὰ» (Σχόλ.), Σοφ. Ο. Κ. 495.

Greek Monolingual

ὁδωτός, -ή, -όν (Α) [οδώ (II)]
1. διαβατός
2. αυτός που είναι δυνατόν να γίνει, να πραγματοποιηθεί, ο εφικτός.

Greek Monotonic

ὁδωτός: -ή, -όν (ὁδόω), βατός, διαβατός, κατορθωτός, σε Σοφ.

Middle Liddell

ὁδωτός, ή, όν ὁδόω
passable: practicable, Soph.