ὀχευτής: Difference between revisions
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0429.png Seite 429]] ὁ, der Bespringer, Beschäler, Zuchthengst, Schol. Theocr. 8, 44, vgl. Philodem. 26 (XI, 318). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0429.png Seite 429]] ὁ, der Bespringer, Beschäler, Zuchthengst, Schol. Theocr. 8, 44, vgl. Philodem. 26 (XI, 318). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀχευτής:''' οῦ ὁ [[развратник]] Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὀχευτής]], Α θηλ. [[ὀχεύτρια]]) [[οχεύω]]<br />[[αρσενικό]] ζώο που εκτρέφεται με σκοπό να χρησιμοποιηθεί για σαρκική [[μίξη]] με θηλυκό, [[επιβήτορας]], βατευτής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ακόλαστος]], [[ασελγής]]. | |mltxt=ο (ΑΜ [[ὀχευτής]], Α θηλ. [[ὀχεύτρια]]) [[οχεύω]]<br />[[αρσενικό]] ζώο που εκτρέφεται με σκοπό να χρησιμοποιηθεί για σαρκική [[μίξη]] με θηλυκό, [[επιβήτορας]], βατευτής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ακόλαστος]], [[ασελγής]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:45, 3 October 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, = ὀχεῖον 1.1, PCair.Zen.529 (iii B. C.), Hsch. s.v. κήλων; ὀ. ἵππος Dsc.2.79, Gal.6.533, Hippiatr.14: metaph., lewd person, lecher, AP11.318 (Phld.), Corn.ND27.
German (Pape)
[Seite 429] ὁ, der Bespringer, Beschäler, Zuchthengst, Schol. Theocr. 8, 44, vgl. Philodem. 26 (XI, 318).
Russian (Dvoretsky)
ὀχευτής: οῦ ὁ развратник Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ὀχευτής: -οῦ, ὁ, = ὀχεῖον, Ἡσύχ. - μεταφ., ἄνθρωπος ἀσελγής, ἀκόλαστος, λάγνος, Ἀνθ. Π. 11. 318.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ὀχευτής, Α θηλ. ὀχεύτρια) οχεύω
αρσενικό ζώο που εκτρέφεται με σκοπό να χρησιμοποιηθεί για σαρκική μίξη με θηλυκό, επιβήτορας, βατευτής
αρχ.
μτφ. (για πρόσ.) ακόλαστος, ασελγής.