ὑμνοπόλος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui compose des hymnes ; ὁ [[ὑμνοπόλος]] poète d’hymnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὕμνος]], [[πολέω]]. | |btext=ος, ον :<br />qui compose des hymnes ; ὁ [[ὑμνοπόλος]] poète d’hymnes.<br />'''Étymologie:''' [[ὕμνος]], [[πολέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑμνοπόλος:''' ὁ Emped., Anth. = [[ὑμνοθέτης]] II. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑμνοπόλος:''' -ον ([[πολέω]]), αυτός που ασχολείται με ύμνους· ως ουσ. [[ὑμνοπόλος]], ὁ, [[ποιητής]], [[υμνητής]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ὑμνοπόλος:''' -ον ([[πολέω]]), αυτός που ασχολείται με ύμνους· ως ουσ. [[ὑμνοπόλος]], ὁ, [[ποιητής]], [[υμνητής]], σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὑμνο-[[πόλος]], ον, [[πολέω]]<br />busied with songs of [[praise]]: as [[substantive]], ὑμν., ὁ, a [[poet]], [[minstrel]], Anth. | |mdlsjtxt=ὑμνο-[[πόλος]], ον, [[πολέω]]<br />busied with songs of [[praise]]: as [[substantive]], ὑμν., ὁ, a [[poet]], [[minstrel]], Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:54, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A composing songs of praise, κεφαλή Phalar.Ep.78.3. II Subst. -πόλος, ὁ, poet, minstrel, Emp.146, Simon.184, AP 7.18 (Antip.Thess.), etc.; ὑμνηπόλος, ὁ, Suid., prob. in IG14.1014.1.
German (Pape)
[Seite 1179] = ὑμνηπόλος; Emped. 407; Gaetul. 3 (VI, 190); Ant. Thess. 56 (VII, 18); M. Arg. 28 (XI, 87); δὁνακες Antp. Sid. 35 (Plan. 2201, u. öfter Anth. u. a. sp. D., wie Nonn. D. 11, 111.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui compose des hymnes ; ὁ ὑμνοπόλος poète d’hymnes.
Étymologie: ὕμνος, πολέω.
Russian (Dvoretsky)
ὑμνοπόλος: ὁ Emped., Anth. = ὑμνοθέτης II.
Greek (Liddell-Scott)
ὑμνοπόλος: -ον, «ὁ περὶ τοὺς ὕμνους ἀναστρεφόμενος» Σουΐδ.· ὑμνοπόλος κεφαλὴ Φαλάρ. Ἐπιστ. 19· - ὡς οὐσιαστ., ὑμν., ὁ, ποιητής, ὑμνητήρ, Ἐμπεδ. 457, Σιμωνίδ. 116, Ἀνθολ. Π. 7· 18, κλπ.
Greek Monolingual
και ὑμνηπόλος, -ον, Α
1. αυτός που ασχολείται με τη σύνθεση ύμνων
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑμνοπόλος
ο ποιητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + -πόλος (< πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. ονειροπόλος.
Greek Monotonic
ὑμνοπόλος: -ον (πολέω), αυτός που ασχολείται με ύμνους· ως ουσ. ὑμνοπόλος, ὁ, ποιητής, υμνητής, σε Ανθ.
Middle Liddell
ὑμνο-πόλος, ον, πολέω
busied with songs of praise: as substantive, ὑμν., ὁ, a poet, minstrel, Anth.