Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑλακτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui aboie facilement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑλακτέω]].
|btext=ή, όν :<br />qui aboie facilement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑλακτέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑλακτικός:''' (ῠ) беспрестанно лающий, брехливый ([[κύων]] Arst., перен. Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ὑλακτῶ]]<br /><b>1.</b> [[επιρρεπής]] στο [[γάβγισμα]] ή αυτός που γαβγίζει διαρκώς<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών κυνικών φιλοσόφων.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[ὑλακτῶ]]<br /><b>1.</b> [[επιρρεπής]] στο [[γάβγισμα]] ή αυτός που γαβγίζει διαρκώς<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών κυνικών φιλοσόφων.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑλακτικός:''' (ῠ) беспрестанно лающий, брехливый ([[κύων]] Arst., перен. Luc.).
}}
}}

Revision as of 21:58, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑλακτικός Medium diacritics: ὑλακτικός Low diacritics: υλακτικός Capitals: ΥΛΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hylaktikós Transliteration B: hylaktikos Transliteration C: ylaktikos Beta Code: u(laktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, disposed to bark, Arist.Phgn.807a19, Luc. Bis Acc.33; ζῷον Ph.1.352.

German (Pape)

[Seite 1176] bellend, zum Bellen geneigt; Luc. bis acc. 33; Erkl. von ὑλακόμωρος in Schol.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui aboie facilement.
Étymologie: ὑλακτέω.

Russian (Dvoretsky)

ὑλακτικός: (ῠ) беспрестанно лающий, брехливый (κύων Arst., перен. Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑλακτικός: [ῠ], ή, όν, διατεθειμένος νὰ ὑλακτῇ, ὁ ἀγαπῶν νὰ γαυγύζῃ, Ἀριστ. Φυσιογν. 2, 15, Λουκ. Δὶς κατηγ. 33.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ὑλακτῶ
1. επιρρεπής στο γάβγισμα ή αυτός που γαβγίζει διαρκώς
2. μτφ. χαρακτηρισμός τών κυνικών φιλοσόφων.