ὑποκελεύω: Difference between revisions

From LSJ

Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1220.png Seite 1220]] (s. [[κελεύω]]), das Geschäft des [[κελευστής]] versehen, ein Schifferlied anstimmen, Luc. Cat. 19.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1220.png Seite 1220]] (s. [[κελεύω]]), das Geschäft des [[κελευστής]] versehen, ein Schifferlied anstimmen, Luc. Cat. 19.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποκελεύω:''' [[подавать]] (песней) такт гребцам, запевать песню гребцов Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑποκελεύω]] ΝΑ [[κελεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[επαναλαμβάνω]] το [[κέλευσμα]] του αξιωματικού της φυλακής<br /><b>αρχ.</b><br />[[επιτελώ]] το [[έργο]] του κελευστή, [[δηλαδή]] τραγουδώντας την ναυτική ωδή [[δίνω]] ρυθμό στους κωπηλάτες.
|mltxt=[[ὑποκελεύω]] ΝΑ [[κελεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[επαναλαμβάνω]] το [[κέλευσμα]] του αξιωματικού της φυλακής<br /><b>αρχ.</b><br />[[επιτελώ]] το [[έργο]] του κελευστή, [[δηλαδή]] τραγουδώντας την ναυτική ωδή [[δίνω]] ρυθμό στους κωπηλάτες.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑποκελεύω:''' [[подавать]] (песней) такт гребцам, запевать песню гребцов Luc.
}}
}}

Revision as of 22:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκελεύω Medium diacritics: ὑποκελεύω Low diacritics: υποκελεύω Capitals: ΥΠΟΚΕΛΕΥΩ
Transliteration A: hypokeleúō Transliteration B: hypokeleuō Transliteration C: ypokeleyo Beta Code: u(pokeleu/w

English (LSJ)

do the duty of a boatswain, give the time in rowing, Luc.Cat.19:—hence ὑπο-κέλευσμα, ατος, τό, Sch. ad loc.

German (Pape)

[Seite 1220] (s. κελεύω), das Geschäft des κελευστής versehen, ein Schifferlied anstimmen, Luc. Cat. 19.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκελεύω: подавать (песней) такт гребцам, запевать песню гребцов Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκελεύω: ἐκτελῶ τὸ ἔργον κελευστοῦ, ᾄδω τὸ ναυτικὸν κέλευσμα, ἤτοι τὴν ᾠδὴν πρὸς ἣν κωπηλατοῦσιν οἱ ἐρέται, ἦ καὶ ὑποκελεῦσαι δεήσει; Λουκ. Κατάπλ. 19.

Greek Monolingual

ὑποκελεύω ΝΑ κελεύω
νεοελλ.
ναυτ. επαναλαμβάνω το κέλευσμα του αξιωματικού της φυλακής
αρχ.
επιτελώ το έργο του κελευστή, δηλαδή τραγουδώντας την ναυτική ωδή δίνω ρυθμό στους κωπηλάτες.