ὑφειμένως: Difference between revisions

From LSJ

λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />doucement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑφειμένος]] de [[ὑφεῖμαι]], [[ὑφίημι]].
|btext=<i>adv.</i><br />doucement.<br />'''Étymologie:''' [[ὑφειμένος]] de [[ὑφεῖμαι]], [[ὑφίημι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑφειμένως:''' [[уступчиво]], [[смиренно]], [[кротко]] ([[εἰπεῖν]] Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑφειμένως:''' επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του [[ὑφίημι]], αμελώς, απρόσεκτα, με ελάχιστη [[βία]], Λατ. [[submisse]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ὑφειμένως:''' επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του [[ὑφίημι]], αμελώς, απρόσεκτα, με ελάχιστη [[βία]], Λατ. [[submisse]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑφειμένως:''' [[уступчиво]], [[смиренно]], [[кротко]] ([[εἰπεῖν]] Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[remissly]], [[less]] [[violently]], Lat. [[submisse]], Xen.
|mdlsjtxt=<br />[[remissly]], [[less]] [[violently]], Lat. [[submisse]], Xen.
}}
}}

Revision as of 22:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφειμένως Medium diacritics: ὑφειμένως Low diacritics: υφειμένως Capitals: ΥΦΕΙΜΕΝΩΣ
Transliteration A: hypheiménōs Transliteration B: hypheimenōs Transliteration C: yfeimenos Beta Code: u(feime/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of ὑφίημι, in a subdued tone or manner, X.An.7.7.16, Philostr.VS1.25.5; ὑ. ἔχειν πρός τινα Aristid. 2.137J.

French (Bailly abrégé)

adv.
doucement.
Étymologie: ὑφειμένος de ὑφεῖμαι, ὑφίημι.

Russian (Dvoretsky)

ὑφειμένως: уступчиво, смиренно, кротко (εἰπεῖν Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑφειμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ὑφίημι, ἀμελῶς, χαλαρῶς, ἧττον βιαίως ἢ αὐθαδῶς, Λατ. submisse, ὁ δὲ Μηδοσάδης μάλα δὴ ὑφειμένως... ἔφη Ξεν. Ἀν. 7. 7, 16, Φιλόστρ. 536· ὑφ. ἔχειν πρός τινα Ἀριστείδ. 2. 137.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. με χαλαρότητα ή με ατονία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφειμένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. ὑφίημι + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monotonic

ὑφειμένως: επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του ὑφίημι, αμελώς, απρόσεκτα, με ελάχιστη βία, Λατ. submisse, σε Ξεν.

Middle Liddell


remissly, less violently, Lat. submisse, Xen.