ῥεκτήρ: Difference between revisions

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος;<br /><i>adj. m;<br />c.</i> [[ῥέκτης]].
|btext=ῆρος;<br /><i>adj. m;<br />c.</i> [[ῥέκτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''ῥεκτήρ:''' ῆρος ὁ [[ῥέζω]] I] свершитель, виновник: ῥ. κακῶν Hes. злодей, нечестивец.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥεκτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ῥέζω]]), εργαζόμενος, πράττων, [[εκτελεστής]], [[δράστης]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''ῥεκτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ῥέζω]]), εργαζόμενος, πράττων, [[εκτελεστής]], [[δράστης]], σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥεκτήρ:''' ῆρος ὁ [[ῥέζω]] I] свершитель, виновник: ῥ. κακῶν Hes. злодей, нечестивец.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ῥεκτήρ]], ῆρος, ὁ, [[ῥέζω]]<br />a [[worker]], [[doer]], Hes.
|mdlsjtxt=[[ῥεκτήρ]], ῆρος, ὁ, [[ῥέζω]]<br />a [[worker]], [[doer]], Hes.
}}
}}

Revision as of 22:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥεκτήρ Medium diacritics: ῥεκτήρ Low diacritics: ρεκτήρ Capitals: ΡΕΚΤΗΡ
Transliteration A: rhektḗr Transliteration B: rhektēr Transliteration C: rektir Beta Code: r(ekth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (ῥέζω) A worker, doer, like Homer's πρηκτήρ, κακῶν Hes.Op.191. 2 c. gen. objecti, worker in a thing, χρυσοῖο Man.1.297, cf. 4.149.

German (Pape)

[Seite 837] ῆρος, ὁ, der Thäter; κακῶν Hes. O. 193; sp. D., wie Maneth. 4, 149. 229.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m;
c.
ῥέκτης.

Russian (Dvoretsky)

ῥεκτήρ: ῆρος ὁ ῥέζω I] свершитель, виновник: ῥ. κακῶν Hes. злодей, нечестивец.

Greek (Liddell-Scott)

ῥεκτήρ: ῆρος, ὁ, (ῥέζω) ὁ πράττων, ἐργαζόμενος, ὡς τὸ τοῦ Ὁμήρου πρηκτήρ, κακῶν ῥεκτῆρα, ἐργάτην κακῶν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 189· ἀρετῆς Κλήμ. Ἀλ. 313 2) μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, ὁ ἐργαζόμενος εἴς τι πρᾶγμα, χρυσοῖο Μανέθων 1. 297, πρβλ. 4. 149.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. ῥέκτειρα, Α
1. αυτός που πράττει, που κάνει κάτι (α. «κακῶν ῥεκτῆρα», Ησίοδ.
β. «ῥεκτὴρ ἀρετῆς», Κλήμ.)
2. αυτός που καταγίνεται με κάτι («ῥεκτὴρ χρυσοῑο», Μανέθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥέζω (Ι) «πράττω» + επίθημα -τήρ (πρβλ. θερμαν-τήρ)].

Greek Monotonic

ῥεκτήρ: -ῆρος, ὁ (ῥέζω), εργαζόμενος, πράττων, εκτελεστής, δράστης, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

ῥεκτήρ, ῆρος, ὁ, ῥέζω
a worker, doer, Hes.