σφαραγίζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=soulever avec bruit.<br />'''Étymologie:''' [[σφάραγος]].
|btext=soulever avec bruit.<br />'''Étymologie:''' [[σφάραγος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σφᾰρᾰγίζω''': δονῶ, μετὰ ψόφου ἠχῶ, καθ’ Ἡσύχ. ἐν λ. ἐσφαράγιζον, σὺν δ’ ἄνεμοι ἔνοσίν τε κόνιν τ’ ἐσφαράγιζον, «οἱ δὲ ἄνεμοι σεισμοὺς καὶ κόνιν ἐποίουν, ἠχοῦντες συνετάρασσον» (Σχόλ.), Ἡσ. Θεογ. 706.
|elnltext=σφαραγίζω lawaai maken, onder gebulder opjagen of opwekken.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 22:
|lsmtext='''σφᾰρᾰγίζω:''' μόνο σε Επικ. παρατ. <i>σφαράγιζον</i>, συνταράζω [[παράγοντας]] κρότο, [[δονώ]] θορυβωδώς, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''σφᾰρᾰγίζω:''' μόνο σε Επικ. παρατ. <i>σφαράγιζον</i>, συνταράζω [[παράγοντας]] κρότο, [[δονώ]] θορυβωδώς, σε Ησίοδ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=σφαραγίζω lawaai maken, onder gebulder opjagen of opwekken.
|lstext='''σφᾰρᾰγίζω''': δονῶ, μετὰ ψόφου ἠχῶ, καθ’ Ἡσύχ. ἐν λ. ἐσφαράγιζον, σὺν δ’ ἄνεμοι ἔνοσίν τε κόνιν τ’ ἐσφαράγιζον, «οἱ δὲ ἄνεμοι σεισμοὺς καὶ κόνιν ἐποίουν, ἠχοῦντες συνετάρασσον» (Σχόλ.), Ἡσ. Θεογ. 706.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σφᾰρᾰγίζω, [from [[σφάραγος]] only in epic imperf. σφαράγιζον]<br />to [[stir]] up with [[noise]] and [[bustle]], Hes.
|mdlsjtxt=σφᾰρᾰγίζω, [from [[σφάραγος]] only in epic imperf. σφαράγιζον]<br />to [[stir]] up with [[noise]] and [[bustle]], Hes.
}}
}}

Revision as of 18:03, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰρᾰγίζω Medium diacritics: σφαραγίζω Low diacritics: σφαραγίζω Capitals: ΣΦΑΡΑΓΙΖΩ
Transliteration A: spharagízō Transliteration B: spharagizō Transliteration C: sfaragizo Beta Code: sfaragi/zw

English (LSJ)

stir up with noise and bustle, σὺν δ' ἄνεμοι ἔνοσίν τε κονίην τ' ἐσφαράγιζον Hes.Th.706.

French (Bailly abrégé)

soulever avec bruit.
Étymologie: σφάραγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφαραγίζω lawaai maken, onder gebulder opjagen of opwekken.

Greek Monolingual

Α
ηχώ με πολύ θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του σφαραγοῦμαι με κατάλ. -ίζω].

Greek Monotonic

σφᾰρᾰγίζω: μόνο σε Επικ. παρατ. σφαράγιζον, συνταράζω παράγοντας κρότο, δονώ θορυβωδώς, σε Ησίοδ.

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰρᾰγίζω: δονῶ, μετὰ ψόφου ἠχῶ, καθ’ Ἡσύχ. ἐν λ. ἐσφαράγιζον, σὺν δ’ ἄνεμοι ἔνοσίν τε κόνιν τ’ ἐσφαράγιζον, «οἱ δὲ ἄνεμοι σεισμοὺς καὶ κόνιν ἐποίουν, ἠχοῦντες συνετάρασσον» (Σχόλ.), Ἡσ. Θεογ. 706.

Middle Liddell

σφᾰρᾰγίζω, [from σφάραγος only in epic imperf. σφαράγιζον]
to stir up with noise and bustle, Hes.