στηλίδιον: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt

Menander, Monostichoi, 564
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0941.png Seite 941]] τό, dim. von [[στηλίς]], Hesych.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0941.png Seite 941]] τό, dim. von [[στηλίς]], Hesych.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''στηλίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[στήλη]], μικρὰ [[στήλη]], μικρὸν [[μνημεῖον]], Θεοφρ. Χαρακτ. 21· [[λίθος]] ὁρίου, «σύνορον», Ἡσύχ.
|elnltext=στηλίδιον -ου, τό demin. van στήλη, kleine stèle, gedenksteentje.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στηλίδιον:''' τό, υποκορ. του [[στήλη]], σε Θεόφρ.
|lsmtext='''στηλίδιον:''' τό, υποκορ. του [[στήλη]], σε Θεόφρ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=στηλίδιον -ου, τό demin. van στήλη, kleine stèle, gedenksteentje.
|lstext='''στηλίδιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[στήλη]], μικρὰ [[στήλη]], μικρὸν [[μνημεῖον]], Θεοφρ. Χαρακτ. 21· [[λίθος]] ὁρίου, «σύνορον», Ἡσύχ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[στηλίδιον]], ου, τό, [Dim. of [[στήλη]], Theophr.]
|mdlsjtxt=[[στηλίδιον]], ου, τό, [Dim. of [[στήλη]], Theophr.]
}}
}}

Revision as of 18:05, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στηλίδιον Medium diacritics: στηλίδιον Low diacritics: στηλίδιον Capitals: ΣΤΗΛΙΔΙΟΝ
Transliteration A: stēlídion Transliteration B: stēlidion Transliteration C: stilidion Beta Code: sthli/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of στήλη, little monument, Thphr.Char.21.9; boundary-stone, Hsch.

German (Pape)

[Seite 941] τό, dim. von στηλίς, Hesych.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στηλίδιον -ου, τό demin. van στήλη, kleine stèle, gedenksteentje.

Greek Monotonic

στηλίδιον: τό, υποκορ. του στήλη, σε Θεόφρ.

Greek (Liddell-Scott)

στηλίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στήλη, μικρὰ στήλη, μικρὸν μνημεῖον, Θεοφρ. Χαρακτ. 21· λίθος ὁρίου, «σύνορον», Ἡσύχ.

Middle Liddell

στηλίδιον, ου, τό, [Dim. of στήλη, Theophr.]