αντίληψη: Difference between revisions

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
(4)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀντίληψις]], -εως)<br /><b>1.</b> το να συλλαμβάνει [[κάποιος]] με τον νου<br /><b>2.</b> η [[πρόνοια]], η [[βοήθεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ευχέρεια]] μάθησης, [[αντιληπτικότητα]], [[εξυπνάδα]]<br /><b>2.</b> το να συλλαμβάνει [[κάποιος]] με τις αισθήσεις<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> οι <i>αντιλήψεις</i><br />ιδέες, [[νοοτροπία]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «δικαστική [[αντίληψη]]» — [[μορφή]] προστασίας που παρέχει ο [[νόμος]] σε πρόσωπα τα οποία δεν έχουν πλήρη πνευματική [[υγεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανταλλαγή]], [[ανταμοιβή]]<br /><b>2.</b> αμοιβαία [[προσκόλληση]], [[συνοχή]]<br /><b>3.</b> [[μέρος]] από το οποίο πιάνει [[κάποιος]] [[κάτι]] ή από όπου πιάνεται<br /><b>4.</b> [[λαβή]], [[αφορμή]] για [[επίκριση]]<br /><b>5.</b> [[αξίωση]] για κάποιο [[πράγμα]]<br /><b>6.</b> [[αντιγνωμία]], [[εναντίωση]], [[αντίρρηση]]<br /><b>7.</b> [[προσβολή]] από [[ασθένεια]]<br /><b>8.</b> (για φυτά) ριζοβό λημα, [[πιάσιμο]].
|mltxt=η (AM [[ἀντίληψις]], -εως)<br /><b>1.</b> το να συλλαμβάνει [[κάποιος]] με τον νου<br /><b>2.</b> η [[πρόνοια]], η [[βοήθεια]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ευχέρεια]] μάθησης, [[αντιληπτικότητα]], [[εξυπνάδα]]<br /><b>2.</b> το να συλλαμβάνει [[κάποιος]] με τις αισθήσεις<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> οι <i>αντιλήψεις</i><br />ιδέες, [[νοοτροπία]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «δικαστική [[αντίληψη]]» — [[μορφή]] προστασίας που παρέχει ο [[νόμος]] σε πρόσωπα τα οποία δεν έχουν πλήρη πνευματική [[υγεία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ανταλλαγή]], [[ανταμοιβή]]<br /><b>2.</b> αμοιβαία [[προσκόλληση]], [[συνοχή]]<br /><b>3.</b> [[μέρος]] από το οποίο πιάνει [[κάποιος]] [[κάτι]] ή από όπου πιάνεται<br /><b>4.</b> [[λαβή]], [[αφορμή]] για [[επίκριση]]<br /><b>5.</b> [[αξίωση]] για κάποιο [[πράγμα]]<br /><b>6.</b> [[αντιγνωμία]], [[εναντίωση]], [[αντίρρηση]]<br /><b>7.</b> [[προσβολή]] από [[ασθένεια]]<br /><b>8.</b> (για φυτά) [[ριζοβόλημα]], [[πιάσιμο]].
}}
}}

Latest revision as of 07:04, 13 October 2022

Greek Monolingual

η (AM ἀντίληψις, -εως)
1. το να συλλαμβάνει κάποιος με τον νου
2. η πρόνοια, η βοήθεια
νεοελλ.
1. ευχέρεια μάθησης, αντιληπτικότητα, εξυπνάδα
2. το να συλλαμβάνει κάποιος με τις αισθήσεις
3. στον πληθ. οι αντιλήψεις
ιδέες, νοοτροπία
4. φρ. «δικαστική αντίληψη» — μορφή προστασίας που παρέχει ο νόμος σε πρόσωπα τα οποία δεν έχουν πλήρη πνευματική υγεία
αρχ.
1. ανταλλαγή, ανταμοιβή
2. αμοιβαία προσκόλληση, συνοχή
3. μέρος από το οποίο πιάνει κάποιος κάτι ή από όπου πιάνεται
4. λαβή, αφορμή για επίκριση
5. αξίωση για κάποιο πράγμα
6. αντιγνωμία, εναντίωση, αντίρρηση
7. προσβολή από ασθένεια
8. (για φυτά) ριζοβόλημα, πιάσιμο.