Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κύβιτον: Difference between revisions

From LSJ

Φιλόπονος ἴσθι καὶ βίον κτήσῃ καλόν → Si non laboris te piget, vives bene → Sei arbeitsam, dann hast du reichlich Lebensgut

Menander, Monostichoi, 527
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κύβιτον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[αγκώνας]] («[[μετά]] δέ τὸν βραχίονα, ἀγκὼν τὸ [[σύμπαν]] [[ἄρθρον]], καὶ τὸ ὀξύ, ἐφ' οὗ κλινόμενοι στηριζόμεθα<br />οἱ δὲ [[ὠλέκρανον]] καλοῦσι, Δωριεῑς δὲ οἱ ἐν Σικελίᾳ [[κύβιτον]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[μονάδα]] μήκους ίση με την [[απόσταση]] από τον αγκώνα ώς την [[άκρη]] του μέσου δακτύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια, λ., πιθ. από ιταλική διάλεκτο (ίσως τη σικελική) ή από <i>το</i> λατ. <i>cubitum</i><br />κατ' άλλους, η λ. προέρχεται από το [[κύβος]].
|mltxt=[[κύβιτον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> ο [[αγκώνας]] («[[μετά]] δέ τὸν βραχίονα, ἀγκὼν τὸ [[σύμπαν]] [[ἄρθρον]], καὶ τὸ ὀξύ, ἐφ' οὗ κλινόμενοι στηριζόμεθα<br />οἱ δὲ [[ὠλέκρανον]] καλοῦσι, Δωριεῖς δὲ οἱ ἐν Σικελίᾳ [[κύβιτον]]», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> [[μονάδα]] μήκους ίση με την [[απόσταση]] από τον αγκώνα ώς την [[άκρη]] του μέσου δακτύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια, λ., πιθ. από ιταλική διάλεκτο (ίσως τη σικελική) ή από <i>το</i> λατ. <i>cubitum</i><br />κατ' άλλους, η λ. προέρχεται από το [[κύβος]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 09:19, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κύβῐτον Medium diacritics: κύβιτον Low diacritics: κύβιτον Capitals: ΚΥΒΙΤΟΝ
Transliteration A: kýbiton Transliteration B: kybiton Transliteration C: kyviton Beta Code: ku/biton

English (LSJ)

[ῠ], τό, elbow, Lat. cubitum, Hp.Loc.Hom.6; Sicilian for Att. ὀλέκρανον, Ruf.Onom.79, cf.Poll.2.141: wrongly expld. as κυβοειδὲς ὀστάριον by Bacch. ap. Erot.

German (Pape)

[Seite 1523] τό, der Ellenbogen, cubitus, Hippocr. u. Sp.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύβιτον, τό [Lat. cubitum] elleboog.

Greek Monolingual

κύβιτον, τὸ (Α)
1. ο αγκώναςμετά δέ τὸν βραχίονα, ἀγκὼν τὸ σύμπαν ἄρθρον, καὶ τὸ ὀξύ, ἐφ' οὗ κλινόμενοι στηριζόμεθα
οἱ δὲ ὠλέκρανον καλοῦσι, Δωριεῖς δὲ οἱ ἐν Σικελίᾳ κύβιτον», Ιπποκρ.)
2. μονάδα μήκους ίση με την απόσταση από τον αγκώνα ώς την άκρη του μέσου δακτύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια, λ., πιθ. από ιταλική διάλεκτο (ίσως τη σικελική) ή από το λατ. cubitum
κατ' άλλους, η λ. προέρχεται από το κύβος.

Greek (Liddell-Scott)

κύβῐτον: ῠ, τό, ὁ ἀγκών, τὸ ὠλέκρανον, Λατ. cubitum, Ἱππ. 410. 35 κἑξ., κατὰ τὸν Πολυδ. Βϳ, 141 καὶ Ροῦφον, λέξ. Σικελικὴ ἀντὶ τοῦ Ἀττ. ὠλέκρανον· ὁ δὲ Φώτ. ἔχει κύβηττον ἐκ τοῦ Ἐπιχ. (ἂν καὶ πλανᾶται καλῶν αὐτὸ Ἰων.)· ὁ Ροῦφος ὡσαύτως μνημονεύει ῥῆμα κυβιτίζω ἐκ τοῦ αὐτοῦ ποιητοῦ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: elbow (Hp. Loc. Hom. 6, after Ruf. Onom. 72 and Poll. 2, 141 Sicilian).
Derivatives: κυβιτίζω push with the elbow (Epich. 213).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Lat.
Etymology: From Lat. cubitum (pace Bechtel Dial. 2, 284). Besides κύβωλον id. (Poll. l.c.) through cross with ώλένη (Bq), not with Solmsen Wortforsch. 7 independent derivation from κύβος.

Frisk Etymology German

κύβιτον: {kúbiton}
Grammar: n.
Meaning: Ellbogen (Hp. Loc. Hom. 6, nach Ruf. Onom. 72 und Poll. 2, 141 sizilisch)
Derivative: mit κυβιτίζω mit dem Ellbogen stoßen (Epich. 213).
Etymology: Aus lat. cubitum (trotz Bechtel Dial. 2, 284). Daneben κύβωλον ib. (Poll. a.a.O.) durch Kreuzung mit ώλένη (Bq), nicht mit Solmsen Wortforsch. 7 selbständige Ableitung von κύβος.
Page 2,39