υπεξαίρεση: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
m (Text replacement - "τοῑς" to "τοῖς")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[ὑπεξαίρεσις]], -έσεως, ΝΑ [[ὑπεξαιρῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[οικειοποίηση]], [[κλοπή]] ξένου πράγματος από [[πρόσωπο]] στο οποίο έχει ανατεθεί η φύλαξή του<br /><b>2.</b> (ποιν. δίκ.) παράνομη [[ιδιοποίηση]] ξένου κινητού πράγματος από τον, με οποιοδήποτε τρόπο και για οποιονδήποτε λόγο, κάτοχό του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρυφή]] ή βαθμιαία [[λήψη]] ή [[αφαίρεση]] («ἡ δὲ τοῦ ἀλγοῦν
|mltxt=η / [[ὑπεξαίρεσις]], -έσεως, ΝΑ [[ὑπεξαιρῶ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[οικειοποίηση]], [[κλοπή]] ξένου πράγματος από [[πρόσωπο]] στο οποίο έχει ανατεθεί η φύλαξή του<br /><b>2.</b> (ποιν. δίκ.) παράνομη [[ιδιοποίηση]] ξένου κινητού πράγματος από τον, με οποιοδήποτε τρόπο και για οποιονδήποτε λόγο, κάτοχό του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρυφή]] ή βαθμιαία [[λήψη]] ή [[αφαίρεση]] («ἡ δὲ τοῦ ἀλγοῦν
τος [[ὑπεξαίρεσις]]... δοκεῑ αὐτοῖς μὴ [[εἶναι]] [[ἡδονή]]», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> <b>(ρητ.)</b> η [[πρόταξη]] ενός πράγματος ως εξαιρετικού και ιδιαίτερου<br /><b>3.</b> [[αναίρεση]], [[ανασκευή]]<br /><b>4.</b> <b>μαθ.</b> [[αφαίρεση]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «μεθ' ὑπεξαιρέσεως» — με κάποια [[εξαίρεση]] (Μάρκ. Αυρ.)<br />β) «καθ' ὑπεξαίρεσιν» — βαθμιαία και λίγο λίγο (Σέξτ. Εμπ.).
τος [[ὑπεξαίρεσις]]... δοκεῖ αὐτοῖς μὴ [[εἶναι]] [[ἡδονή]]», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>2.</b> <b>(ρητ.)</b> η [[πρόταξη]] ενός πράγματος ως εξαιρετικού και ιδιαίτερου<br /><b>3.</b> [[αναίρεση]], [[ανασκευή]]<br /><b>4.</b> <b>μαθ.</b> [[αφαίρεση]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> α) «μεθ' ὑπεξαιρέσεως» — με κάποια [[εξαίρεση]] (Μάρκ. Αυρ.)<br />β) «καθ' ὑπεξαίρεσιν» — βαθμιαία και λίγο λίγο (Σέξτ. Εμπ.).
}}
}}

Latest revision as of 09:51, 13 October 2022

Greek Monolingual

η / ὑπεξαίρεσις, -έσεως, ΝΑ ὑπεξαιρῶ
νεοελλ.
1. οικειοποίηση, κλοπή ξένου πράγματος από πρόσωπο στο οποίο έχει ανατεθεί η φύλαξή του
2. (ποιν. δίκ.) παράνομη ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγματος από τον, με οποιοδήποτε τρόπο και για οποιονδήποτε λόγο, κάτοχό του
αρχ.
1. κρυφή ή βαθμιαία λήψη ή αφαίρεση («ἡ δὲ τοῦ ἀλγοῦν τος ὑπεξαίρεσις... δοκεῖ αὐτοῖς μὴ εἶναι ἡδονή», Διογ. Λαέρ.)
2. (ρητ.) η πρόταξη ενός πράγματος ως εξαιρετικού και ιδιαίτερου
3. αναίρεση, ανασκευή
4. μαθ. αφαίρεση
6. φρ. α) «μεθ' ὑπεξαιρέσεως» — με κάποια εξαίρεση (Μάρκ. Αυρ.)
β) «καθ' ὑπεξαίρεσιν» — βαθμιαία και λίγο λίγο (Σέξτ. Εμπ.).