πυρορραγής: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΜΑ, και [[πυριρραγής]], -ές, ΜΑ<br />αυτός που ράγισε υπό την [[επίδραση]] της φωτιάς<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>πυρορραγές</i><br />(για ήχο) με τραχύ τρόπο («ψοφεῑ λάλον τι καὶ πυρορραγὲς», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρο</i>-/ <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ρραγής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ραγ</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἐ</i>-<i>ρράγ</i>-<i>ην</i>, παθ. αορ. β' του [[ῥήγνυμι]] «[[σπάζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ψυχο</i>-<i>ρραγής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΜΑ, και [[πυριρραγής]], -ές, ΜΑ<br />αυτός που ράγισε υπό την [[επίδραση]] της φωτιάς<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>πυρορραγές</i><br />(για ήχο) με τραχύ τρόπο («ψοφεῖ λάλον τι καὶ πυρορραγὲς», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πυρο</i>-/ <i>πυρι</i>- (<b>βλ. λ.</b> <i>πυρ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ρραγής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ραγ</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἐ</i>-<i>ρράγ</i>-<i>ην</i>, παθ. αορ. β' του [[ῥήγνυμι]] «[[σπάζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ψυχο</i>-<i>ρραγής</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:00, 13 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρορρᾰγής Medium diacritics: πυρορραγής Low diacritics: πυρορραγής Capitals: ΠΥΡΟΡΡΑΓΗΣ
Transliteration A: pyrorragḗs Transliteration B: pyrorragēs Transliteration C: pyrorragis Beta Code: purorragh/s

English (LSJ)

ές, (ῥήγνυμι) A bursting in the fire, Cratin.253. II of sound, ψοφεῖ λάλον τι καὶ π. cracked, Ar.Ach.933 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se fend au feu.
Étymologie: πῦρ, ῥήγνυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρορραγής -ές [πῦρ, ῥήγνυμι] gebarsten in het vuur; overdr. krakend, knetterend:. ψοφεῖ... πυρορραγές hij maakt een knetterend geluid Aristoph. Ach. 933.

Russian (Dvoretsky)

πῠρορρᾰγής: треснувший на огне (ἄγγος Arph.).

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ, και πυριρραγής, -ές, ΜΑ
αυτός που ράγισε υπό την επίδραση της φωτιάς
αρχ.
(το ουδ. ως επίρρ.) πυρορραγές
(για ήχο) με τραχύ τρόπο («ψοφεῖ λάλον τι καὶ πυρορραγὲς», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρο-/ πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -ρραγής (< θ. ραγ-, πρβλ. -ρράγ-ην, παθ. αορ. β' του ῥήγνυμι «σπάζω»), πρβλ. ψυχο-ρραγής].

Greek Monotonic

πῠρορρᾰγής: -ές (ῥήγνυμι), αυτός που εκρήγνυται, αυτός που ραγίζει στη φωτιά, σπασμένος, ραγισμένος από τη φωτιά, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρορρᾰγής: -ές, (ῥήγνυμι) ὁ ἐν τῷ πυρὶ ῥηγνυόμενος, περὶ κεραμίων ὅσα ἐν τῷ πυρὶ ῥήγνυνται ἐν τῷ ὀπτᾶσθαι, ἴσως πυρροραγὲς κακῶς ὠπτημένον Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 10· ὡς ἐπίρρ. πυρροραγές, ψοφεῖ λάλον τι καὶ πυρορραγὲς Ἀριστοφάν. Ἀχ. 933.

Middle Liddell

πῠρορ-ρᾰγής, ές ῥήγνυμι
bursting in the fire, fire-flawed, cracked, Ar.