νεοθαλής: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
 
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεοθᾱλής:''' Δωρ. αντί <i>νεο-θηλής</i>.
|lsmtext='''νεοθᾱλής:''' Δωρ. αντί <i>νεο-θηλής</i>.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=[[ἀντί]] [[νεοθηλής]] (=αὐτός πού [[μόλις]] ἄρχισε νά βλαστάνει). Συνώνυμο μέ τό [[νεηθαλής]]. Ἀπό τό [[νέος]] + [[θάλλω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα [[καθώς]] καί στή λέξη [[νέος]].
}}
}}

Latest revision as of 15:30, 14 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοθαλής Medium diacritics: νεοθαλής Low diacritics: νεοθαλής Capitals: ΝΕΟΘΑΛΗΣ
Transliteration A: neothalḗs Transliteration B: neothalēs Transliteration C: neothalis Beta Code: neoqalh/s

English (LSJ)

v. νεοθηλής.

German (Pape)

[Seite 241] ές, frisch, neu grünend, sprossend, übte., αἰσχύνη, Eur. I. A. 188, Suid. erkl. νεωστὶ βλαστήσασα, neu entstanden. – Aber νεοθαλής s. unter νεοθηλής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dor. c. νεοθηλής².

Russian (Dvoretsky)

νεοθᾱλής: дор. Eur. = νεοθηλής II.

Greek (Liddell-Scott)

νεοθᾱλής: ἴδε ἐν λέξ. νεοθηλής.

English (Slater)

νεοθᾱλής newly blossomed νεοθαλὴς δ' αὔξεται μαλθακᾷ νικαφορία σὺν ἀοιδᾷ pr. (N. 9.48)

Greek Monolingual

νεοθαλής, -ές (Α)
(δωρ. τ.) βλ. νεοθηλής (Ι).

Greek Monotonic

νεοθᾱλής: Δωρ. αντί νεο-θηλής.

Mantoulidis Etymological

ἀντί νεοθηλής (=αὐτός πού μόλις ἄρχισε νά βλαστάνει). Συνώνυμο μέ τό νεηθαλής. Ἀπό τό νέος + θάλλω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα καθώς καί στή λέξη νέος.