ἀπερινόητος: Difference between revisions
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
mNo edit summary |
(CSV import) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπερινόητος]], -ον (AM)<br />[[εκείνος]] που δεν [[είναι]] δυνατόν να γίνει [[νοητός]], ο [[ασύλληπτος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν καταλαβαίνει, που δεν μαθαίνει [[κάτι]], [[αμαθής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μη [[κατανοητός]]<br /><b>2.</b> (για χρόνο) πολύ [[σύντομος]], [[ανεπαίσθητος]]. | |mltxt=[[ἀπερινόητος]], -ον (AM)<br />[[εκείνος]] που δεν [[είναι]] δυνατόν να γίνει [[νοητός]], ο [[ασύλληπτος]]<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που δεν καταλαβαίνει, που δεν μαθαίνει [[κάτι]], [[αμαθής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μη [[κατανοητός]]<br /><b>2.</b> (για χρόνο) πολύ [[σύντομος]], [[ανεπαίσθητος]]. | ||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=v. [[σχῆμα]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:35, 15 October 2022
English (LSJ)
ον, A incomprehensible, v.l. in S.E.P.2.70, Ph. 1.581, Dam.Pr.4, PMag.Par.1.1138. 2 inconceivable, i.e. indefinitely short, χρόνος Epicur.Ep.1p.10U. II unintelligent, Eust. 644.43. III Adv. ἀπερινοήτως = inadvisedly, Plb.4.57.10. 2 inperceptibly, S.E.P.3.145 codd. ἀπερί-οδος, ον, not periodic, D.H.Comp. 23, cf.26.
Spanish (DGE)
(ἀπερῐνόητος) -ον
I 1imperceptible χρόνος Epicur.Ep.[2] 46.
2 incomprensible σχῆμα κόσμου PMag.4.1138, cf. Dam.Pr.4, del Verbo divino, Ph.1.581, Ep.Diog.1.2, de Dios, Clem.Al.Ecl.21, del Hijo A.Io.77.
3 ininteligible ἀ. γίνεται τὸ λεγόμενον Chrys.M.59.53, cf. Isid.Pel.Ep.M.78.509A.
II que no entiende, incapaz de entender γλῶσσα Eust.644.43, c. gen. ψυχὴ ... ἀ. δὲ τοῦ πατρός Athenag.Leg.27.2.
III adv. ἀπερινοήτως
1 incomprensiblemente de la generación del Hijo de Dios ἐγεννήθη δὲ ... ἀ. Ath.Al.M.25.201B, ὁ δὲ ἐκ τοῦ ὄντος ἀ. προελθών Cyr.Al.M.73.925C, cf. Apol.Orient.11.
2 irreflexivamente, poco inteligentemente οἱ δὲ παρεισπεσόντες ἀ. Plb.4.57.10.
German (Pape)
[Seite 288] unbegreiflich, Sext. Emp.; adv. ἀπερινοήτως, unversehens, Pol. 4, 57, 10.
Russian (Dvoretsky)
ἀπερινόητος: непонятный, непостижимый Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερινόητος: -ον, ἀκατανόητος, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 70, Φίλων 1. 581. ΙΙ. ὁ χυδαῖος, Εὐστ. 644. 43. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -τως, ἀπροσδοκήτως, Πολύβ. 4. 57, 10.
Greek Monolingual
ἀπερινόητος, -ον (AM)
εκείνος που δεν είναι δυνατόν να γίνει νοητός, ο ασύλληπτος
μσν.
αυτός που δεν καταλαβαίνει, που δεν μαθαίνει κάτι, αμαθής
αρχ.
1. μη κατανοητός
2. (για χρόνο) πολύ σύντομος, ανεπαίσθητος.
Léxico de magia
v. σχῆμα