πομφολύζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πομφολύζω [πομφόλυξ] opborrelen.
|elnltext=πομφολύζω [πομφόλυξ] [[opborrelen]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πομφολύζω:''' (о слезах) выступать, закипать: πομφόλυξαν δάκρυα ἐκ γλεφάρων Pind. слезы брызнули из глаз.
|elrutext='''πομφολύζω:''' (о слезах) [[выступать]], [[закипать]]: πομφόλυξαν δάκρυα ἐκ γλεφάρων Pind. слезы брызнули из глаз.
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 20:00, 7 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πομφολύζω Medium diacritics: πομφολύζω Low diacritics: πομφολύζω Capitals: ΠΟΜΦΟΛΥΖΩ
Transliteration A: pompholýzō Transliteration B: pompholyzō Transliteration C: pomfolyzo Beta Code: pomfolu/zw

English (LSJ)

or πομφολύσσω, bubble or boil up, πομφόλυζαν δάκρυα tears gushed forth, Pi.P.4.121.

German (Pape)

[Seite 679] mit Blasen aufquellen, hervorsprudeln, Pind. von Thränen, πομφόλυξαν δάκρυα ἐκ γλεφάρων, P. 4, 121.

French (Bailly abrégé)

s'échapper en bouillonnant comme des bulles.
Étymologie: πομφόλυξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πομφολύζω [πομφόλυξ] opborrelen.

Russian (Dvoretsky)

πομφολύζω: (о слезах) выступать, закипать: πομφόλυξαν δάκρυα ἐκ γλεφάρων Pind. слезы брызнули из глаз.

English (Slater)

πομφολύζω well up ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων (P. 4.121)

Greek Monolingual

ἡ πομφολύσσω Α
παφλάζω, βγάζω πομφόλυγες, αναβράζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πομφολύζω / πομφολύσσω παρουσιάζει παρλλ. σχηματισμό με το ουσ. πομφόλυξ, -υγος (πρβλ. μορμώ: μορμολύττομαι)].

Greek Monotonic

πομφολύζω: μέλ. -ξω, αναβλύζω, αναπηδώ, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

πομφολύζω: ἢ -ύσσω, ἀναβλύζω ὡς πομφόλυγας, δάκρυα πομφόλυξαν, ἀνέβλυσαν, ἐξέρρευσαν, Πινδ. Π. 4. 215.

Middle Liddell

πομφολύζω,
to bubble up, gush forth, Pind.