δυσόρατος: Difference between revisions
εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "'Étymologie:''' δυσ-," to "'Étymologie:''' δυσ-,") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />difficile à voir.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ὁράω]]. | |btext=ος, ον :<br />difficile à voir.<br />'''Étymologie:''' [[δυσ-]], [[ὁράω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:00, 11 November 2022
English (LSJ)
ον, A hard to see, X.Cyr.1.6.40, Ph.1.570; δι' ὑπερβολὰν λαμπρότᾱτος δ. Ecphant. ap. Stob.4.7.64; τὰ δυσόρατα dark corners, X.Eq.Mag.4.18. II ill to look on, horrible, App.Hisp.97.
Spanish (DGE)
-ον
• Morfología: [dor. gen. δυσοράτω Ecphant.Pyth.Hell.80.10]
1 difícil de ver, poco visible δίκτυα X.Cyr.1.6.40, σπέρματα Thphr.CP 1.5.4, ἡνίοχος Ph.2.414, δι' ὑπερβολὰν λαμπρότατος δυσοράτω de la naturaleza del poder, Ecphant.l.c., de Dios, Ph.1.570
•neutr. plu. subst. τὰ δυσόρατα lugares sin visibilidad X.Eq.Mag.4.18, cf. Gal.18(2).182.
2 desagradable de ver, horrible δυσόρατοί τε καὶ ἀλλόκοτοι πάμπαν ὀφθῆναι de los supervivientes de Numancia, App.Hisp.97.
German (Pape)
[Seite 685] = δύσοπτος; δίκτυα Xen. Cyr. 1, 6, 40; übel anzusehen, gräulich, App. Hisp. 97.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à voir.
Étymologie: δυσ-, ὁράω.
Russian (Dvoretsky)
δυσόρᾱτος: плохо видимый, малозаметный (δίκτυα Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσόρᾱτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἴδη τις, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 40· τὰ δυσόρατα, σκοτεινὰ μέρη, ὁ αὐτ. Ἱππαρχ. 4, 18. ΙΙ. Κακὸς εἰς τὸ νὰ ἴδῃ τις αὐτόν, φοβερός, Ἀππ. Ἱσπ. 97.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δυσόρατος, -ον)
1. αυτός που γίνεται δύσκολα ορατός ή αντιληπτός
αρχ.
1. απαίσιος, φοβερός στη θέα
2. ασεβής
3. το ουδ. ως ουσ.
τὸ δυσόρατον
το αθέατο μέρος.
Greek Monotonic
δυσόρᾱτος: -ον, δυσδιάκριτος, μη εύκολα ορατός, αυτός που διακρίνεται δύσκολα, αμυδρός, σε Ξεν.
Middle Liddell
δυσ-όρᾱτος, ον
hard to see, Xen.