krijger: Difference between revisions
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{nlel | {{nlel | ||
|nleltext= | |nleltext=[[αἰχματάς]], [[αἰχμητά]], [[αἰχμητής]], [[ἀσπιδηφόρος]], [[ἀσπιδίτης]], [[ἀσπιδιώτης]], [[ἀσπιστήρ]], [[ἀσπιστής]], [[ἀσπίστωρ]], [[ἐκπολεμιστής]], [[ἥρως]], [[κορυστής]], [[λοχίτης]], [[λοχῖτις]], [[μαχαίτας]], [[μαχατάρ]], [[μαχατάς]], [[μαχητής]], [[μάχιμος]], [[ὁπλιστάς]], [[ὁπλιστής]], [[ὁπλίτας]], [[ὁπλίτης]], [[ὁπλιτοπάλας]], [[ὁπλιτοπάλης]], [[ὁπλοφόρος]], [[πολεμιστής]], [[πτολεμιστής]], [[στράτειος]], [[στρατιώτης]], [[τευχηστήρ]], [[τευχηστής]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:04, 12 November 2022
Dutch > Greek
αἰχματάς, αἰχμητά, αἰχμητής, ἀσπιδηφόρος, ἀσπιδίτης, ἀσπιδιώτης, ἀσπιστήρ, ἀσπιστής, ἀσπίστωρ, ἐκπολεμιστής, ἥρως, κορυστής, λοχίτης, λοχῖτις, μαχαίτας, μαχατάρ, μαχατάς, μαχητής, μάχιμος, ὁπλιστάς, ὁπλιστής, ὁπλίτας, ὁπλίτης, ὁπλιτοπάλας, ὁπλιτοπάλης, ὁπλοφόρος, πολεμιστής, πτολεμιστής, στράτειος, στρατιώτης, τευχηστήρ, τευχηστής