ὁπλιτοπάλης
From LSJ
νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life
English (LSJ)
[ᾰ], ου, Dor. ὁπλιτοπάλας, ὁ, heavy-armed warrior, A.Fr.Eleg.5.
German (Pape)
[Seite 359] ὁ, der schwerbewaffnete Ringer, Kämpfer, Aesch. tr. 427 bei Plut. Symp. 2, 5.
Russian (Dvoretsky)
ὁπλῑτοπάλης: дор. ὁπλιτοπάλᾱς, ου (πᾰ) ὁ боец в тяжелом вооружении Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
ὁπλῑτοπάλης: Δωρ. –ας, ὁ, βαρέως ὡπλισμένος πολεμιστής, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 447.
Greek Monolingual
ὁπλιτοπάλης και δωρ. τ. ὁπλιτοπάλας, ὁ (Α)
πολεμιστής βαριά οπλισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπλίτης + -πάλης (< πάλη), πρβλ. λειοντοπάλης, μονοπάλης].