ῥυτόν: Difference between revisions
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ῥῠτόν, οῦ, [*ῥύω, [[ἐρύω]] = [[ῥυτήρ]]<br /><b class="num">I.</b> a [[rein]], Hes.<br /><b class="num">II.</b> (ῥέὠ a [[drinking]]-cup, [[running]] to a [[point]] with a [[small]] [[hole]], [[through]] [[which]] the [[wine]] ran, Dem. | |mdlsjtxt=ῥῠτόν, οῦ, [*ῥύω, [[ἐρύω]] = [[ῥυτήρ]]<br /><b class="num">I.</b> a [[rein]], Hes.<br /><b class="num">II.</b> (ῥέὠ a [[drinking]]-cup, [[running]] to a [[point]] with a [[small]] [[hole]], [[through]] [[which]] the [[wine]] ran, Dem. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τὸ, <i>ein [[Trinkgefäß]]</i>, s. [[ῥυτός]] 2). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:31, 24 November 2022
English (LSJ)
τό,= πήγανον, Cratin.270; cf. ῥυτή.
ῥῠτόν, τό, v. ῥῠτός ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (τό) :
rhyton, vase à boire en forme de corne.
Étymologie: ῥυτός².
Russian (Dvoretsky)
ῥῠτόν: τό ῥυτός II] рог (рогообразный сосуд для вина) Dem., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῡτόν: τό, = πήγανον, Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 16, ἔνθα ἴδε Meineke· ἴδε ῥῡτή. - Καθ’ Ἡσύχ. «ῥυτά· τὰ στέμφυλα».
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. το φυτό απήγανος
2. στον πληθ. τὰ ῥυτά
(κατά τον Ησύχ.) «τὰ στέμφυλα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με ρυτή, αν δεν πρόκειται για παρεφθαρμένο τύπο].
Greek Monotonic
ῥῠτόν: τό (*ῥύω=ἐρύω)·
I. = ῥυτήρ, χαλινάρι, σε Ησίοδ.
II. (ῥέω), το ποτήρι που κατέληγε σε μια άκρη με μικρή τρύπα, από την οποία έρρεε ο οίνος, σε Δημ.
Middle Liddell
ῥῠτόν, οῦ, [*ῥύω, ἐρύω = ῥυτήρ
I. a rein, Hes.
II. (ῥέὠ a drinking-cup, running to a point with a small hole, through which the wine ran, Dem.
German (Pape)
τὸ, ein Trinkgefäß, s. ῥυτός 2).